Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΞΕΤΣίΠΩΤΟΣ άΓΓΕΛΟΣ

Κρύβεσαι, πίσω, απ' την ίδια την ψυχή σου,
όλα π' αγάπησες τα ξεπούλησες σ' εκπτώσεις,
βρέχει σκοτάδι -το κοιτάζεις, μοναχή σου-
πόσα αγώγια, διερωτάσαι, θα πληρώσεις;

Έρχονται νύχτες, σε κορμιά σε ανταμώνουν,
πέφτεις, σηκώνεσαι˙ του Σταυρού βιώνεις στάση,
λείπει φεγγάρι˙ τ' άστρα τρέμουν, μαραζώνουν,
πώς να φωτίσουν με το λίγο φως τους πλάση;

Greenwich σχίζει τους παράλληλους ματώνει,
Σύμπαν λυκνίζεται και διαστέλλει την ηχώ του,
Borges συγγράφει˙ σκέψη, κάτω, την καρφώνει,
ο Καζαντζάκης, δίπλα, ψάχνει το Θεό του.

Πήρες πεσκέσι για φιλιά σου, λόγια, χάδια,
στέκεις ολόγυμνη, ιλασμό ποθ’ η ματιά σου,
σβήνεις τη λάμπα˙ η καρδιά σου είναι άδεια,
θλίψη αρμέγεις, άγγιξες την εσχατιά σου.

Νάτρον, ρητίνη˙ ταριχεύεις μια στιγμή σου.
Ήταν Ιούνιος! Βρέφος ’σύ σε μνήμης κούνια,
γάλα ζητούσες να κοπάσουν οι λυγμοί σου,
έξω βομβούσαν μελωδίες τα ζουζούνια.

Πόρνη σε λένε, από τότε που θυμάσαι,
δένεις, ξετσίπωτα, σ' ένα κόμπο τη σιωπή σου,
δάκρυ το πνίγεις˙ γέρνεις, κάνεις πως κοιμάσαι,
σ' όνειρο, μήπως, μάνα δει την προκοπή σου.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(26/10/2010, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου