ΤΟ ΣΠίΤΙ ΠΟΥ ΓΕΝΝήΘΗΚΑ!
Μπαίνω στο χθες, στο σπίτι μου,
ριγώ με την ψυχή μου,
ο πόνος μου, το δάκρυ μου,
μα κ' η χαρά μαζί μου˙
στήνω αυτί στους τοίχους του
―ακούω μάνα, κύρη,
αδέρφι' ακούω, τη γιαγιά
και τον παππού˙ κλινήρη.
Χάραμα! Σπίτι, σήκω δες,
παιχνίδια με τ' αλεύρια,
προζύμια -μες στις σκάφες σου-
παιδεύουνε τα χέρια˙
τρέχει στο πριν η μνήμη μου,
χαμόγελα νταντεύει
κι ο ήλιος, κάθε πρωινό...
τα όνειρα κλαδεύει.
Πρόγευμα, ετοιμάστε το,
κουζίνα μου και τζάκι,
το γάλα μες στο μπρίκι του,
το μέλι στο βαζάκι˙
όλοι μαζί σε μι' αγκαλιά,
σταυρό και προσευχή μας,
τη νύχτα να 'μαστε καλά,
μονάχα, η ευχή μας.
Κάθε γωνιά σου, σπιθαμή...
ορίζει τη ζωή μου,
αχ, να γενόμουνα παιδί
και ν' άλλαζ' η φωνή μου˙
ώρες πολλές τ' απόγιομα
μες στη μικρή αλάνα,
στην εκκλησιά να έτρεχα,
σαν άκουγα καμπάνα.
Βράδυ, νωρίς, να ξάπλωνα,
με παραμύθι-μύθι,
Μορφέας να ερχότανε˙
κουκί, μα και ρεβίθι˙
ύπνος γλυκός, το πάπλωμα
ν' αγκάλιαζε το σώμα,
κουβέρτα μου η Παναγιά
κι ο Κορμακίτης στρώμα.
Μάνα, για δώσ' μου το φιλί,
το μάγουλο να θρέψει
κι εσύ, πατέρα, χάδι σου:
Ολυμπιονίκη στέψη˙
σπίτια πολλά κι αν δέχτηκα
να γένουνε φωλιά μου,
το σπίτι που γεννήθηκα,
για πάντα... στην καρδιά μου!
Koυμέττος Κ.
(16/10/2011, Λευκωσία)
Μπαίνω στο χθες, στο σπίτι μου,
ριγώ με την ψυχή μου,
ο πόνος μου, το δάκρυ μου,
μα κ' η χαρά μαζί μου˙
στήνω αυτί στους τοίχους του
―ακούω μάνα, κύρη,
αδέρφι' ακούω, τη γιαγιά
και τον παππού˙ κλινήρη.
Χάραμα! Σπίτι, σήκω δες,
παιχνίδια με τ' αλεύρια,
προζύμια -μες στις σκάφες σου-
παιδεύουνε τα χέρια˙
τρέχει στο πριν η μνήμη μου,
χαμόγελα νταντεύει
κι ο ήλιος, κάθε πρωινό...
τα όνειρα κλαδεύει.
Πρόγευμα, ετοιμάστε το,
κουζίνα μου και τζάκι,
το γάλα μες στο μπρίκι του,
το μέλι στο βαζάκι˙
όλοι μαζί σε μι' αγκαλιά,
σταυρό και προσευχή μας,
τη νύχτα να 'μαστε καλά,
μονάχα, η ευχή μας.
Κάθε γωνιά σου, σπιθαμή...
ορίζει τη ζωή μου,
αχ, να γενόμουνα παιδί
και ν' άλλαζ' η φωνή μου˙
ώρες πολλές τ' απόγιομα
μες στη μικρή αλάνα,
στην εκκλησιά να έτρεχα,
σαν άκουγα καμπάνα.
Βράδυ, νωρίς, να ξάπλωνα,
με παραμύθι-μύθι,
Μορφέας να ερχότανε˙
κουκί, μα και ρεβίθι˙
ύπνος γλυκός, το πάπλωμα
ν' αγκάλιαζε το σώμα,
κουβέρτα μου η Παναγιά
κι ο Κορμακίτης στρώμα.
Μάνα, για δώσ' μου το φιλί,
το μάγουλο να θρέψει
κι εσύ, πατέρα, χάδι σου:
Ολυμπιονίκη στέψη˙
σπίτια πολλά κι αν δέχτηκα
να γένουνε φωλιά μου,
το σπίτι που γεννήθηκα,
για πάντα... στην καρδιά μου!
Koυμέττος Κ.
(16/10/2011, Λευκωσία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου