Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

ΤΡύΠΙΟ ΔίΧΤΥ
Νύχτες αδειανές, δίχα το κορμί σου,
μες σ' αστροβουτιές, ψάχνω την ευχή σου,
μπας και με ιδώ, λέξη να 'μαι μέσα,
να 'χω λίγο φως μες στο δυστυχώς...
μια κρυφή μετρέσα.
Φθινοπωρινά ψάχνω πρωτοβρόχια,
έρως/πυρετός... τα φιλιά σου/ζώχια,
που τα κυνηγώ μεταμεσονύχτι,
μα του στείρου μου, αχ, τ' ονείρου μου...
τρύπιο είν' το δίχτυ.
Πέτρα θα γενώ, βράχος μες στο χρόνο
κι όσο σε ποθώ θα σε βαλσαμώνω,
πίσω, σπιθαμή... όχι, δε θα κάνω,
έμαθα να ζω, πλέον, δεν πενθώ...
κι ας διαρκώς σε χάνω.
Κουμέττος Κατσιολούδης
(17/10/13 - 17:37, λευκωσία)
ΣΠΙΤάΚΙ ΜΕΣ ΣΤΗ ΜΝήΜΗ ΜΟΥ...

...χτίζω, εδώ, και χρόνια...
με μιαν αυλή κι ένα δεντρί
κι ένα γλυκόλαλο πουλί,
που λιώνει τ' άσπρα χιόνια.

Κι απέναντι μια θάλασσα,
λίμνη με μία όχθη...
να συγχωρά τα λάθη μου,
ν' απλώνουνται τα πάθη μου
και της ζωής οι μόχθοι.

Γαλάζιους χτίζω ουρανούς,
δίχα βροχές και νέφη...
μ' απέραντους ορίζοντες,
γειατριά για τους δακρύζοντες,
που θα τους φτιάχνουν κέφι.

Κουμέττος Κ.
(28/9/2014 - 8:53, Λευκωσία)
στον πατέρα μου (†), Τόνακκο (†) τζιαι Καραΐσκο (†)
ΛΙΘΡάΤΗ ΜΟΥ, ΠΑΝέΜΟΡΦΕ...
ψυσσή μου τζιαι πνοή μου
τζι' αν μου εδκιούσαν τον ντουνιάν,
θα προτιμούσα μια γωνιάν,
πά' στη διτζιήν σου αμμουδκιάν,
να ζήσω... τη ζωή μου......
κουμΕττος κ.
(27/6/14 - 8:14 π.μ, λευκωσία)


ΠΑΣΧΑΛΙΝΕΣ ΨΗΦΙΔΕΣ


ΤΑΠΕΙΝΑ

ταπεινά… ταπεινά προς Εσέ
οι σιωπές αχείμαντες 
-εν τη δίνη των ψυχών-
αποδεκτικά για το μεγαλείο Σου 
αλαλάζουν

ΔΕΞΙΩ-Ν-ΣΗ

μνήσθητί μου Κύριε
όταν έλθεις εν τη βασιλεία Σου
και συνδαιτυμόνα, εκεί, εις το Θείο Δείπνον Σου
κάλεσέ με

-ου φίλημα Σοι δώσω καθάπερ ο Ιούδας

μόνο, σεμνά, να μετέχω θέλω

ΜΑΚΑΡΙ

μακάρι να ’μουν εγώ εκείν΄ η πέτρα
μακάρι να ’κουγα την προσευχή Σου
τον ανθρώπινό Σου πόνο
μακάρι

ν’ αγκάλιαζα εγώ τα γόνατά Σου
ν’ απορροφούσα το Θεάρευστό Σου δάκρυ
μακάρι

μακάρι να ’μουν εγώ εκείν’ η πέτρα
μακάρι

ΑΦΡΟΝΑΣΥΝΕΤΗ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

επέλεξες το Βαραββά
εκκωφαντικά αχώντας
και τώρα
αλέκτορες προδοσίας
αχούν ιουδαϊκά στ’ αυτιά σου

-ποιος να σου το ’λεγε
ω, Ιερουσαλήμ,
πως θα ’σουν εσύ
του μαρτυρίου Του η πόλη

-ποιος να σου το ’λεγε
ω, Ιερουσαλήμ
φορτίο προδοσίας
να σου φορτώνουν όλοι

ω! εσύ, αφρονασύνετη Ιερουσαλήμ
μετανόησε
εσύ, της θρηνωδίας -τρισαλί- η πόλη

ΑΠΟΦΡΑΔΑ ΗΜΕΡΑ

-εάλω η Πόλις;
-εάλω, εντέλει, η Πόλις

ω! εσύ, αλωμένη μου πια Πόλις
βυζαντινές μελωδίες
προς εσέ ενθυμούμενος κράζω
νοσταλγαναπολώντας

τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια

ΘΕΟΜΗΤΩΡ… 

στεκόσουν εκεί
συθέμελα θλιμμένη
κρεμασμένη απ’ τον πόνο Του
εκεί
λογχευμένη Θεομήτωρ
εκεί
θρυμματισμένη στεκόσουν

ΘΕΙΑ ΠΑΘΗ

μαρτυρικά τα πάθη Του

-πώς τ’ άντεξες, μάνα Του, εσύ;
-γυναίκα, ποιος είν’ αλήθεια, ο Υιός σου;

γυναίκα, Μαρία, μητέρα Του εσύ
ευλογημένα τα πάθη Του

ΑΣΕ ΜΑΣ

άσε μας
άσε μας ν’ αγγίξουμε τις πληγές Σου
άσε μας

άσε μας να Σε κοιτάξουμε στα μάτια
άσε μας…
διότι εμείς είμαστε μόνον άνθρωποι
άπιστοι, αμαρτωλοί άνθρωποι
μόνον άνθρωποι


ΑΛΛΗΛΟΥΙΑ

Φωτοδότη Σωτήρα
αλληλούια
το νυμφώνα Σου -νομίζω- πως βλέπω
μα εγώ μιασμένος και ρακένδυτος
-ντρέπομαι-
πώς να εισέλθω σ’ αυτόν

με κοιτάς σπινθιραληθοβόλα
κι εγώ
ταπεινά και μετανοημένα
τώρα Σε βλέπω

-Σ΄ ευχαριστώ-
το νυμφώνα Σου τώρα, πράγματι, βλέπω

ΑΝΕΝΔΟΙΑΣΤΗ ΑΓΑΠΗ

αν Μ’ αγαπήσεις απόλυτα
κι ανενδοίαστα Μ’ ακολουθήσεις
τότε, μόνον τότε
θα λάβεις απ’ Εμέ κι απ’ τον Πατέρα Μου
τ’ άχραντο πνεύμα τής Αλήθειας
για πάντα, αλλά μόνον
αν Μ’ αγαπήσεις

Κουμέττος Κατσιολούδης
(8/2/06, Λευκωσία)
MADAMA BUTTERFLY

Αγίνωτες στιγμές˙ γιομάτες Θεία Χάρη,
ο Πλάτωνας μεθά, πριν έρωτα σταμπάρει.
Συν δυo δεκαεφτά ετών τα όνειρά μου,
την κάθε σου ματιά ζυγιάζω στην καρδιά μου.

Σου γίνομαι σκιά˙ ξοπίσω σου, μπροστά σου,
αυγές και δειλινά απλώνομαι, μακριά σου,
μα μ' ένα "σ' αγαπώ", σα φτάνει μεσημέρι,
μικραίνω για να μπω εντός σου, σαν μαχαίρι.

Ιδέα μου κι ορμή: να νιώσω την ψυχή σου,
κι ας φαίνομαι πληγή -επάνω- στο κορμί σου˙
γνωρίζω, μ' αγνοώ: Madama Butterfly,
με θλίψη με θωρεί κι ευτύς με προσπερνάει.

Suzuki, μην αργείς, για φέρ' της τον Dolore,
πεθαίνει η τιμή, καθώς χαθεί τ' ονόρε˙
σπαθιού επιγραφή, ζητάει χαρακίρι,
το μέλλον... αδειανό, χωρίς νερό ποτήρι.

Φθαρτός, παροδικός, δε μου 'σαι να το ξέρεις˙
καθάρια θα σ' το πω: "Aν έρθεις, μη μου φέρεις:
την πρόσκαιρη χαρά, αυτήν που ραίνει δέρμα,
αν έρθεις μια φορά, να έρθεις δίχα τέρμα!".

Aισθήσεις μου κρεμώ, τα πάθη υποστέλλω˙
και γράμμα στο Θεό -αντρίκιο- Τ' αποστέλλω:
"Πατέρα μου, ακούς; Tο ήμισύ μου βρήκα˙
για δώσ' μας την ευχή: Aθανασίας Προίκα!".

Koυμέττος Κ.
(6/7/2012, Λευκωσία)
Ο ΚόΣΜΟΣ όΛΟΣ... ΞΕΝΙΤΙά

στους γονείς μου (†)

Πεντάρφανο τον καημό,
τον κουβαλώ στα στήθια,
δε θα βρω -ξέρω- λυτρωμό,
αχ, της ψυχής αναπαμό,
αυτή 'ναι η αλήθεια.

O κόσμος όλος... ξενιτιά
και δίχα φως η μέρα,
πού 'σαι, μανούλα μου, γλυκιά...
ζάχαρη μες στην αρμυριά.......
κι εσύ, καλέ πατέρα;

Αντιλαλούνε τα βουνά
στο χνώτο τής κραυγής μου,
τα πάντα -πλέον- αδειανά,
παντού, τριγύρω... ερημιά,
στο δρόμο τής ζωής μου.

Κουμέττος Κ.
15/10/13 - 1:29 π.μ
ΟΣΙΕ ΜΑΡΩΝΑ, ΕΣΥ!

Ασκητή, θεραπευτή, για το σώμα, την ψυχή, 
των πληγών επουλωτή, κάθε ώρα και στιγμή.
Των δαιμόνων ξορκιστή, της οργής κατευναστή,
στ' όνομά σου έχω βρει φως κι ανέσπερη ζωή. 

Όσιε Μάρωνα, εσύ, Μέγα Παρηγορητή,
πάντα, προς την αρετή, η μορφή σου μ' οδηγεί.
Όσιε Μάρωνα, εσύ, η πνοή σου: προσευχή,
το Θεό παρακαλεί, η ελπίδα μη χαθεί.

Του Ιησού προσκυνητή, προς Αυτόν οδηγητή,
η καρδιά σου μελωδεί την Αγάπη πά' στη Γη
και με πίστη σθεναρή στους αιώνες αντηχεί,
πως καθείς μας θα σωθεί, αν τον άλλον συγχωρεί.

Σ' ένα όρος, μια κορφή... της Συρίας μιαν αυγή,
σ' είδα σαν αναλαμπή, ευωδιά 'πο γιασεμί...
κ' η φωνή σου -η σεπτή- υμνωδούσε "Δόξα σοι!"
στον Πατέρα Λυτρωτή και των πάντων Εμπνευστή.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(14/11/13 - Λευκωσία)
Κι όταν μ' έβλεπε ο κύρης μου... κολυμπούσα...
κι ας μην ήξερα κολύμπι...

κουμΕττος κ.
(4/12/13 - 6:39 μ.μ, λευκωσία)
Εννιά μήνες...
προβάδισμα... αγάπης...
είχε η μάνα μου...................
κι όμως, εσύ...
το κάλυψες, πατέρα...
κουμΕττος κ.
(19/10/13 - 1:03 μ.μ, λευκωσία)
ΣΧΟΛΕΙό ΜΟΥ

Σχολειό μου, πόσο σ' αγαπώ! Αυτί ν' ακούσεις στήσε˙
για όλα σε ευχαριστώ, για όσα ήσουν κ' είσαι.
Αντάμα -κάθε μας στιγμή- γιομάτη συγκινήσεις,
θυμάμαι... κλαίω και γελώ μ' αυτές τις αναμνήσεις.

Θυμάμαι το θρανίο μου, στο χέρι μου σβηστήρι,
μαλώνω με τον διπλανό, που ήταν πειραχτήρι,
θυμάμαι το μολύβι μου -το έξυνα, συνέχεια-
η μόνη μου σπατάλη μου... ο κόσμος μου; ανέχεια!

Σχολειό μου, τότε, στα χωριά -αγαπημένοι τόποι-
γονείς πώς ήταν οι καλοί μάς μάθαιναν οι τρόποι
κ' οι δάσκαλοί μας, στοργικά... μας δώριζαν το φως τους,
σαν νόμος απαράβατος: ο λόγος ο δικός τους.

Ο πράσινος ο πίνακας; Τον κοίταγα με τρόμο,
παρά, εκεί, ν' ανέβαινα˙ βρε, κάλλιο λαιμητόμο.
Κορδώναμε σαν πιάναμε πινέλο και παλέτα,
με πίνακες προπαίδειας; η σχέση μας: βεντέτα!

Σχολειό μου, μη θυμώνεσαι˙ παιδάκι είμ' ακόμα,
το δέρμα μου το λιγοστό, ίσα καλύπτει σώμα.
Χαμόγελα έχω πολλά και θέληση μεγάλη,
για κράτα με μες στη ζεστή... ζεστούλα σου αγκάλη!

Θυμάμαι στα διαλείμματα: ψωμάκι, χαλλουμάκι˙
οι τυχεροί αν είχανε μπουκίτσα σαλαμάκι.
Μασάγαμε και παίζαμε -τα γόνατα στο αίμα-
τρεχάλα, μπάλα ή κρυφτό; ακούραστο το βλέμμα.

Σχολειό μου, μάθε γράμματα σε όλα τα παιδιά σου,
σπουργίτια είναι, κάθουνται επάνω στα κλαδιά σου.
Aπό μικρά σε διάλεξαν, για να τους δώσεις γνώσεις,
σε κάθε τάξη, πάμπολλες... της Αλφαβήτας στρώσεις.

Κουμέττος Κ.
(21/2/2012, Λευκωσία)
στον κ. Ηλία Κασάπη
(δάσκαλό μου στην Ε' και Στ' τάξη, 1985-87,
στον κατεχόμενο Κορμακίτη)

Το πήρα 'πό τα μάτια σου....
το φως τους, πλέον, φως μου.....
αχ, λες και να 'ταν, μόλις, χθες,
στις παιδικές μου εποχές....
που ήσουν δάσ... καλός μου.

Οι λέξεις απ' το στόμα σου,
θεόσταλτές μου σκάλες,
τον ουρανό μού δώρισαν........
και την ψυχή μου πότισαν,
σαν της βροχής οι στάλες.

Από καρδιάς "Σ' ευχαριστώ!",
για όσα μου 'χεις δώσει:
τη Λευτεριά μες στη σκλαβιά,
το Ήθος και την Ανθρωπιά...
και φυσικά.... τη Γνώση!

κουμΕττος κ.
(12/1/16 - 18:21, λευκωσία)
ΜΕΛάΤΟ ΑΥΓό
Γιατί, καλέ μου κόκορα,
δεν με ξυπνάς σαν πρώτα;
Μπας κάποιος σου εθύμωσε;
Tο στόμα σου το φίμωσε......
τη νύχτα, μήπως, κότα;
Άλλο, θαρρώ, δεν θα 'θελα....
στη διάρκεια των αιώνων,
παρά μελάτο έν' αυγό.........
όπως εκείνο τ' ακριβό,
των παιδικών μου χρόνων!
Ήλιε, ψηλά που τριγυρνάς
τη Γη μας γύρω-γύρω,
εάν ιδείς μικρά παιδιά,
γιομάτα, γέλια και χαρά,
κάτου, εδώ, τριγύρω........
μην αναφέρεις τίποτα,
για όσα θενά 'ρθούνε,
μονάχα... θαύμασε, καλέ,
φίλε ζεστέ μου και τρανέ,
την μπάλα πώς κλωτσούνε!
Κουμέττος Κ.
(12-9-2011, Λευκωσία)
ΛΗΘΗ

Πόσες, αλήθεια, οι φορές, που μ' άδειασες τη μνήμη;
Δάκρυ, χαρά τα έριξες σε τάφο, δίχως στίγμα.
Λάθη και πίκρα σύναξες˙ την έχεις, τέτοιαν, φήμη,
τίποτις δε μου άφησες. Eνθύμιο; Oύτε δείγμα!

Λήθη, σαν αστραποβροντή στα δυο μοιράζεις νύχτα,
παίρνεις σβηστήρι, προχωρείς˙ αφθαίρετα διαγράφεις,
πιάσ' τα μαλλιά σου, τα λιτά, και πίσω όλα ρίχτα,
αύριο εικόνα μη θωρώ, ωσάν μου περιγράφεις.

Λύπη ριγά κι αναζητά, καρδιά/σκαμνί να κάτσει,
στέκει ο Πύργος της Βαβέλ, χωρίς να 'χει τελειώσει,
φεύγει ο Άσωτος Υιός, μα αγνοεί χαράτσι,
όταν θα έρθει η στιγμή ντροπής που θα πληρώσει.

Πλέκει αράχνη τον ιστό, παγίδα ετοιμάζει,
έντομο μέσα να πιαστεί, να έχει να δειπνήσει,
σφίγγει ο χρόνος τη θηλειά, βαθιά, αναστενάζει,
θύμηση που τη λάτρεψε, ευτύς, να στραγγαλίσει.

Λήθη, για πού το έβαλες, κρατώντας -πάλι- φτυάρι;
Xώμα τού χθες, αλύπητα, τσαπίζεις˙ βγάζεις τρύπα.
Άσε μου κάτι φυλακτό, για κάνε μου τη χάρη,
κύρη μικρή ανάμνηση˙ αν έχεις λίγη τσίπα.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(26-10-2010, Λευκωσία)
ΣΤΑ ΠΑΖάΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜέΝΗΣ

Λήστεψαν τα μεροκάματα της νιότης
κι αυτής π' ακόμη δεν έχει γεννηθεί...
κι αν η σιγή στέκει είναι, μόνο, διότις...
κάποιοι, ποτές, δεν την έχουν ακροαστεί.

Μέσα στα παζάρια τής οικουμένης
ξεπουλιέτ' ο ιδρώτας των ψυχών,
ωσάν κάποια παιδιά ζωής σκελετωμένης
ψάχνουνε στάρι˙ ερήμην γεωργών.

Απύθμενη μαίνεται -παντού- η θλίψη
για όλα όσ' ακόμη δεν έχουνε φανεί,
καθώς στον ορίζοντα έχουνε στίψει
κάθε αξία κ' ιδανικό, χωρίς ντροπή.

Σουρουπώνει, πέρα, στ' ακρογιάλια,
σέρνετ' ο Ήλιος -στείρος- σ' άλλη γη
και ξοπίσω του, γυμνά τα όνειρά μας,
αναζητούν για εμάς μια νέα αυγή.

Koυμέττος Κατσιολούδης
(4-2-2009, Λευκωσία)
ΔΑΦΝΙΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Mέσα στα μάτια σου ο κόσμος χωράει,
κάθε τους κοίταγμα, σαν μέλι που στάζει.
Σύμπαν συστέλλεται˙ εσένα ποθάει!
Δέσμιο στις κόρες σου! (Γλυκά, σου φωνάζει).

Χείλια/ορίζοντας μοιράζουνε πάθος.
Ραίνουν χρυσάνθεμα! Λες, να 'ν' οφειλή τους;
Όλα για 'σένανε κι ας γένει το λάθος,
δώρο θα στα ’δινα, για ένα φιλί τους.

Φρύδια σου; Γέφυρες σε ίριδες/λίμνες,
όνειρα σκέπασαν με λήθης κουβέρτα˙
σκάφανδρα φόραγαν οι δύτες σε πρύμνες,
όμποε θλίβεται σε σόλο κονσέρτα.

Να 'ταν τα χέρια σου: κουπιά στο κορμί μου,
να 'ταν τα πόδια σου, τριγύρω μου, ρέλια,
θάλασσας να 'σχιζε το κύμα ορμή μου,
φύτρα στα βάθη σου να σπέρνανε χέλια.

Άρπαξ' τη σκέψην μου και σάλιωσ' την όλην,
όσα, που ζήταγες σ' εμέναν τα βρήκες˙
ρίξε τα τείχη σου να μπει μες στην πόλην,
δάφνινος έρωτας... με πύρρειες νίκες!

Κουμέττος Κ.
(2-11-2011, Λευκωσία)
ΤΑΜΑ 

Σαλάχι να γενόμουνα στο δέρμα σου απάνω,
ν' ανάπνεα και να 'νιωθες τον πόθο μου σαν ρεύμα˙
με χάδια το κορμάκι σου, αν θέλεις να υφάνω,
μονάχα ένα, δώσε μου, του έρωτά σου νεύμα.

Τις νύχτες, πριν να κοιμηθείς, θα έρχομαι κοντά σου,
μη νοιάζεσαι, δε χρειάζεται, εσύ, να μεριμνήσεις,
εκεί, θα είμαι δίπλα σου, καρδιά μου, στον οντά σου˙
λαχτάρας δίνε μου φιλί, αν θες να με κρατήσεις.

Πριν την αυγή θα σε τρυγώ, βαριά θα ανασαίνεις,
μιτά μας, φλόγες των κεριών, θα καίνε το σκοτάδι,
ωραία θα 'σαι, πιότερο, της όμορφης Ελένης˙
ο Μαραθώνας νικητή κηρύσσει τον Μιλτιάδη.

Για όνειρά σου, μάτια μου, θα βλέπεις τα δικά μου,
ατέρμονα, θα σε φιλώ, ωσότου σάλιο λείψει,
θα μάθεις, αν παραμιλώ, του ξύπνιου μυστικά μου˙
ο σκύλος σκάβει στην αυλή, το κόκκαλο να κρύψει.

Ας γένει να 'ρθει η στιγμή, να μοιραστούμ' αντάμα,
το ίδιο στρώμα μια νυχτιά, προτού φεγγάρι σβήσει,
το έχω, μέσα μου, βαθιά˙ αγάπης, πες το, τάμα,
πριν να σε νιώσει το κορμί, ψυχή μην ξεψυχήσει.

Κουμέττος Κ.
(16-11-2011, Λευκωσία)
ΕΛΠΙΔΑ

Με ευωδιές των γιασεμιών σκορπίζεται ελπίδα,
μοσχοβολά, τριγύρω μου, παρότι δεν την είδα.
Το χάδι της ανέσπερο, αμάραντ' η μορφή της,
Xριστέ μου, ύψωσες Σταυρό σε κάθε μια κορφή της;

Στου πονεμένου τα φτερά τη θλίψη καθαρίζει,
αχτίδα μες στο σκότος του, το μέλλον του φωτίζει.
Το φέγγος της ολόγιομο, σαν Παναγιάς την όψη,
μια λάμψη: ρίμα Σολωμού˙ γνωστή θυμίζει κόψη.

Κολόμβε, πότε, μπάρκαρες μαζί της και με πίστη;
Στο μόλο, που προσάραξες... μια Νέα Γη εχτίστη.
Τη δύναμη τού Άτλαντα κουβάλαγες στα στήθη,
με ιστορία γκρέμισες τα όσα λέγαν μύθοι.

Το Ακρωτήριο την Καλήν Ελπίδα αγκαλιάζει,
σαν μάνα μοιάζει, που παιδιού διαλύει το μαράζι.
Βαπόρια ανεμίζουνε της λύτρωσης παντιέρα,
σινιάλο στέλνει με καπνό: χαράς η τσιμινιέρα.

Ελπίδα, στάθου να χαρείς, σαν ήλιος στη ζωή μου,
με οξυγόνο τόνωσε πνοές μες στην ψυχή μου.
Παρούσα να 'σαι δίπλα μου, ασπίδα μου και δόρυ,
ποτέ σου, μη με αρνηθείς... Θεόσταλτή μoυ Κόρη!

Κουμέττος Κ.
(5-1-2012, Λευκωσία)
ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Όσα μαζί δε ζήσαμε, στα όνειρα τα ζούμε,
πάμε στο χθες, αγάπη μου, για ν' απολογηθούμε.
Όσα μαζί δε ζήσαμε˙ ριγούν, για μας πονάνε,
μες στις καρδιές ολάνθιστα τριαντάφυλλα σκορπάνε.

Όσα μαζί δε ζήσαμε, σαν φυλαχτό κρατούμε,
έτσι, εμείς, αγάπη μου -πες τους το- αγαπούμε.
Όσα μαζί δε ζήσαμε, το αύριο μας ορίζουν,
τα μάτια σου αμάραντο ροδόσταγμα δακρύζουν.

Όσα μαζί δε ζήσαμε, ταξίδι χρόνων πίσω,
νέκταρ από τα χείλια σου˙ αχ, να 'ταν να τρυγήσω.
Όσα μαζί δε ζήσαμε, σαν τύψεις μάς κυκλώνουν,
στιγμές γλυκές, που ζήσαμε, οι μνήμες βαλσαμώνουν.

Όσα μαζί δε ζήσαμε, στο μέλλον καρτερούνε,
σ' ένα βαγόνι τού συρμού, επάνω ν' ανεβούνε.
Όσα μαζί δε ζήσαμε, ραντίζουμε μ' ελπίδες,
τ' αστέρια μοιάζουν στη νυχτιά, μικρές πυγολαμπίδες.

Όσα μαζί δε ζήσαμε, κανένας δε θα ζήσει,
ήλιο ποθά ανατολή˙ μ' αυτός κοιτά προς δύση.
Όσα μαζί δε ζήσαμε, δικά μας, πάντα, θα 'ναι,
τα όνειρα, αγάπη μου, ξυπνούν... μα δεν ξεχνάνε!

Koυμέττος Κατσιολούδης
(31-10-2011, Λευκωσία)
ΣΙΩΠΗΡΑ ΑΗΔΟΝΙΑ

Ξεραΐλα στην καρδιά μου, πριν τ' αγέρι να σε φέρει,
τι κι αν άλλες είχαν έρθει: δείλι, βράδυ, μεσημέρι;
Άσκοπος ο ερχομός τους -λόγι’ ανούσια, όσα είπαν-
μόλις σ' είδαν στα σκαλιά μου, κρύφτηκαν σε λήθης τρύπαν.

Μην γκρινιάζεις, δεν τις ξέρεις! Έλα, μπες μες στο πλευρό μου,
μες σ' αγιάζι Παραδείσου, σου 'λεγα τα σ' αγαπώ μου.
Ξέρεις; Χρόνια καρτερούσα, γύρω πίσσα το σκοτάδι,
Άγγελος... στο είπα; Moιάζεις! Θα γευθώ φωτός σου χάδι;

Ψύχος ζώνει τη ματιά σου, μου γεννά αμφιβολίες,
γράφoυνε στον πίνακά μου μ' αίμα μαύρο κιμωλίες.
Μάδησα όλα τ' αστέρια. Τα ρωτούσ' αν μ' αγαπούσες!
Όταν έφτασα στο τέρμα, δακρυσμένη με κοιτούσες.

Σιωπηρά, κλαίν’ τ' αηδόνια, πουθενά... οι παρτιτούρες,
ήτανε γι' αυτά οι νότες τής ζωής τους σημαδούρες.
Άλαλες οι οιμωγές τους, αγνοείται η φωνή τους,
κάθονται θρυμματισμένα απ' τη θλίψη στο κλωνί τους.

Φίμωσα την Εμπνευσμένη, πάλιν μη φωνάξει: "Kρίμα!"
Με κοιτούσαν οι στροφές της, δίχως στίχους, δίχως ρίμα.
Έπεισα τον καημό μου στα αντίο μη δακρύζει,
η καρέκλα δεν παλιώνει, αν το ξύλο της δεν τρίζει.

Άδικα -δεν το πιστεύω- πως βρεθήκαμε, καλή μου,
ήτανε γραφτό στον κόσμο -αχ, αλί και τρισαλί μου-
τ’ όνειρό μου ν’ ανταμώσω μες στα μάτια μου να σβήνει,
πάντα, πίσω του... μια πίκρα τ’ ανεκπλήρωτο αφήνει.

Koυμέττος Κατσιολούδης
(7-2-2012, Λευκωσία)
ΘΡήΝΟΣ ΛύΡΑΣ ΚΑΙ ΛΑΟύΤΩΝ

Η μικρούλα γειτονιά σου ―βάρκα με τα όνειρά σου,
όρτσαρες μες στα πελάγη, ψάχνοντας για την ξηρά σου.
Περιστέρια τα κουπιά σου, δυο φιλιά πανιά στη μνήμη:
το 'να κύρη απ' την πλώρη, τ' άλλο μάνας απ' την πρύμη.

Παραμύθια με γοργόνες στην ψυχή σου -την παιδούλα-
μες σε πέπλα ο χορός σου, κάθε χάραμα/αυγούλα,
πριν το δέρμα σου στεγνώσει, πριν στο Χρόνο ρυτιδώσει˙
αγνοούσε την οδύνη, που 'χε για να ανταμώσει.

Της καρδούλας σου η ζύμη είχε κάρδαμο, κανέλα,
μίλαγες... σκορπούσαν λέξεις την ολάνθιστή σου τρέλα.
Μοσχοβόλαγε ο τόπος, σαν αγνάντευες το αύριο,
είχες ύφος όλο νάζι˙ λυρικό, θαρρώ πινδάρειο!

Μύθους άρμεγες στο τζάκι με διδάγματα Αισώπου,
μάθαινες Καινής Διαθήκης... λόγια Κύριου Θεανθρώπου,
μέλισσες υφαίναν μέλι -αργαλειός τους η κυψέλη-
κ' ήλιος έσβηνε στη δύση... παρακάτου ανατέλλει!

Ξεχασμένο χθες στο τώρα˙ χώρα άφαντη σε χάρτη,
που τη διέλυσε, αιφνίδια, καταιγίδα κάποιου Μάρτη.
Ψέμα ήτο ο Θησέας, Οδυσσέας, Σταχτοπούτα˙
ας θρηνήσουμε με λύρα. Συνοδεία της; Λαούτα!

Koυμέττος Κ.
(12-2-2012, Λευκωσία)
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΣΚΟΡΠΙΟΥ

Τα κίβδηλά σου "Σ' αγαπώ!", σα βρήκες άλλο θύμα,
μες στην καρδιά του χάραξες, για να 'χει να ελπίζει.
"Χαλάλι της!", σαν πεις... θα πω: "Καθίκι, είναι κρίμα!",
μες στην ψυχή μου η οργή, για σένα ξεχειλίζει.

Αυθημερόν, την πούλησες σε Χαλιμάς παζάρια,
του Ιούδα το γνωστό φιλί, της χάραξες στα χείλια,
απ’ τα οστά της έφτιαξες ολόγιομα φεγγάρια˙
Θυμάσαι που της έταζες λαγούς με πετραχήλια;

Ο Εφιάλτης κλώνος σου κι αυτής ο Λεωνίδας,
οι Θερμοπύλες γνώριζαν το δόλιο σχέδιό σου,
σημάδι δεν της έδειξες αληθινής φροντίδας,
η έγνοια σου να πέρναγε στο ναρκοπέδιό σου.

Στο σθένος, παραδέξου το, δειλή φαντάζεις κόμπρα,
που έχει σώμα του σκορπιού κι ουρά θανατηφόρα.
Τα λόγια σου, τα ύπουλα, ποτέ, δεν ήταν ντόμπρα˙
Τι θέλεις; Πες μου; Μη ζητάς συγχώρεσή σου τώρα.

Αλλοίμονό σου... μη φανείς˙ παρά μπροστά σε σένα!
Καθρέφτη βάλε στην ψυχή και δες το παρελθόν σου˙
στα λάθη σου τη ρίζα τους, σα βρεις στα περασμένα,
συγγνώμη, πάρε απ' αυτήν... τη μάνα των παθών σου.

Της πλάνης γάλα βύζαξες˙ από μικρός στο ψέμα.
Αγάπη; Δεν την γνώρισες, αγάπη πώς να δώσεις;
Γυναίκες, μόνον, τις ποθάς και τους ρουφάς το αίμα:
εκδίκησήν σου θεωρείς˙ πως παίρνεις κατά δόσεις.

Koυμέττος Κ.
(20-2-2012, Λευκωσία)
ΠΙΣΤΗ

Καθώς λυγίζει η ψυχή κι αγγίζει τ' Άγιο Χώμα,
η Πίστη φανερώνεται -φιλί ζωής στο σώμα-
κι ο άνθρωπος ορθώνεται μ' ολάνθιστη ελπίδα˙
αλήθεια, ομορφότερη εικόνα 'γώ δεν είδα!

Τα μάτια βγάζουνε φωτιές, το σφρίγος ζεματάει,
ο χρόνος σαν τελείωνε και πάλιν αρχινάει.
Τα πόδια στέκουν στιβαρά, τα χέρια θεριεύουν˙
αυτό που χθες φοβόντουσαν στα ίσα το παλεύουν.

Ποτήρι ήταν αδειανό, μα τώρα ξεχειλίζει,
γιομάτη θάρρος η καρδιά υπεκφυγές γκρεμίζει.
Θωρεί πελάγη κι ουρανούς, παντού τολμά και πάει˙
το αίμα μέσα της ξανά -ορμητικά- κυλάει.

H Πίστη την ασθμαίνουσα ζωή την ανασταίνει,
Ιησούς εις στ' Όρος Ελαιών πετά, ψηλ' ανεβαίνει.
Το σώμα Του στο Γολγοθά, θυμάστε, που λογχίστει;
Κατόπιν, τ' άπιστου Θωμά δοκίμασε την Πίστη.

Η Πηνελόπη -δείτε την- στον αργαλείο υφαίνει,
τον άντρα της, για να φανεί σ' ορίζοντα προσμένει.
Η Πίστη της; Στεντόρια, ακλόνητη, με μπέσα˙
μα του Ομήρου η γραφή ολίγον τι μπαμπέσα.

Την Πίστη μες στο βλέμμα σας -αδιάκοπα- κρατάτε,
στα έξωθεν δε βρίσκεται... αδίκως, τη ζητάτε˙
η Πίστη είναι έσω μας κι εκεί θενά τη βρούμε,
αρκεί, ποτέ μας, τον Θεό να μην αμφισβητούμε.

Koυμέττος Κ.
(6-6-2012, Λευκωσία)

Ο ΚOΡΜΑΚΙΤΗΣ ΜΟΥ! 

Ό,τι πιότερο ΑΓΑΠΗΣΑ κι ό,τι πιότερο ΑΓΑΠΩ!

Ο Κορμακίτης μου, η γη μου, η θάλασσά μου,
ο δικός μου ανυπότακτος κόσμος,
τα δικά μου παιδικά χρόνια,
η ιδιοσύσταση της καρδιάς μου,

η ψυχή μου διαμοιρασμένη σε κάθε του μονοπάτι,
σχοινιά, δάσος, κάμπο, περιβόλι, λόφο,
χαρουπιά, ελιά, πορτοκαλιά, λεμονιά...

η ψυχή μου διαμοιρασμένη, ταπεινά,
σε κάθε σταυρό Μαρωνίτη,
που είναι υψωμένος στο αναπαυτήριο των ψυχών του
κι από κάτω κοιμάται άξια και περήφανη
μια συστάδα ολόλευκων κοκκάλων των δικών μου προγόνων.

Αυτών που γεννήθηκαν κι απέθαναν στη γη τους
κι ο ιδρώτας τους σεργιανίζει, ανελλιπώς,
κάθε χάραμα με το πρωινό αγιάζι

τους αιθέρες του δικού τους Κορμακίτη!

Koυμέττος Κ.
(12-2-2007, Κορμακίτης)

ΚΡάΤΑ ΜΕ... ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙά ΣΟΥ!
Κράτα με... στην αγκαλιά σου,
να ξαναγίνουμε παιδιά.....
και στη μικρή μας γειτονιά...
να παίζουμε μ' ανεμελιά,
σαν ευωδιάζουν γιασεμιά.
Κράτα με... στην αγκαλιά σου...
και γέμισέ με... με φιλιά,
χαϊδεψέ μου τα μαλλιά,
το σύμπαν να 'ναι μια σταλιά,
η γη μας... έρωτα καρδιά.
Κράτα με... στην αγκαλιά σου
κι ένα στα μάτια "σ' αγαπώ!",
δος μου να το 'χω φυλαχτό,
σσσσ! μην πεις λέξη ούτε μια,
τα λόγια είναι περιττά.
Κράτα με... στην αγκαλιά σου,
να κοιμηθώ σε μια γωνιά,
σαν σπουργιτάκι στη φωλιά,
να μη με πιάνει παγωνιά,
γύρω μας, βαρυχειμωνιά.
Κράτα με... στην αγκαλιά σου
και με κλωνάρια γιασεμιού.....
δέθου, στο φως του φεγγαριού,
ολογιομού, είτε μισού...
κούνια μου γίνε τ' ουρανού.
κουμΕττος κ.
(13/7/2017 - 08:19, λευκωσία)
ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ!

Κoύφια όνειρα σ’ εκπτώσεις πουλάνε,
πεινάν’ οι αξίες, δεν έχουν να φάνε,
μίζεροι άνθρωποι, νεκροί περπατάνε,
κεφάλια σε ώμους, λειψά, κουβαλάνε.

Οι μέρες αντίγραφα ρουτίνας στη ζήση,
ασπρόμαυρη έγινε κι αυτή μας η φύση,
η πλάση ολάκερη προσδοκάει να δύσει,
απόμακρ’ η άνοιξη, να ’ρθει, θα αργήσει.

Ξυπνάμε, μετέωροι, στο μαύρο μας χάλι,
μεθάμε, ανώφελα, σ’ ανούσια κραιπάλη
και ματαιόδοξ’ αήθη σ’ ολόλευκη ζάλη
σκορπάμ' ενδόμυχα και λέμε: "Xαλάλι!".

Το μέτρο, πια, μέσα μας το ’χουμε χάσει
κι η ελπίδα απόκληρη μάς έχει περάσει,
μα ’μείς στον κοσμακη μας, δίχως οξεία,
αρδεύουμ' αδιάκοπα... την πλεονεξία.

Η Ώρα Μηδέν˙ πια -επιτέλους- ας φτάσει!
Εκτός και αν ήρθε˙ ή λες να έχει ξεχάσει;
Να φέρει το φως, να θηλάσουμε ήθος,
απ’ της μάνας μας, πάλι, το Άξιον Στήθος.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(8/3/2008, Λευκωσία)
εΡωΤιΚό ΠαΡαΛήΡηΜα Α'

παραλήρημα νιότης
καπνίζουν παράγκες
ένοχες
παντοτινή θλίψη
μωρές κυρίες
με κοιτούν εναλλάξ
ελπίδες
τρυγούνε αμπέλια
φρούδες ελπίδες

το ψύχος με λιώνει
ηλιοστάσια μετέωρα
καραδοκούν
τραυλίζω -φιλεύσπλαχνα-
διακεκομμένες σ/κ/έ/ψ/ε/ι/ς μαζί
κι εσύ πίσω μου
σε κοιτά -ερωτικά- η σκιά μου
σ’ αγαπώ;

τώρα δεν είμαι
όλα ολισθαίνουν
μικρές οπτασίες
πλανήτες φρουτοχυμών
βιταμίνες
κολλαγόνα
σκόρπια, εδώ κι εκεί
σκόρπια

αναλλοίωτη τρέλα
πέρδικες σιαμαίες
σκοτεινή βουβαμάρα
παρανοϊκές ερυθρές πιτζάμες
θλιβερά ανοργασμικά μακαρόνια
βουλιμία, βουλιμία

εΡωΤιΚό ΠαΡαΛήΡηΜα β'

παρτίδες σκακιού
άνανδρες βασίλισσες
ηλιοβαμμένοι
όλοι
ταυρομαχίες αναίμακτες
όχι
κεντρικός οδικός άξονας
κέδροι, κέδροι

προδόθηκαμε όλοι
μονάχα στη σκέψη σου
κανένας πουθενά
όλοι
κι εσύ ακόμη
σβήνουν κεριά
αγιασθήτω

εΡωΤιΚό ΠαΡαΛήΡηΜα Γ'

κρυώνω
ψυχορραγώ μονόφθαλμα
«τυφλός για σε κι αποστάτης», σου λέω

«καρτέρα με, ναι
στο κατώφλι σου
εκεί, ναι
καρτέρα με»
μου είπαν ότι σου είπα

«κυδώνια κωδωνόκρουστα
επώδυνα θα σαπίζουν
μετ’ εμού εκεί»
σου λέω τώρα

καμώματά σου απόμακρα
ονείρατα καχεκτικασπόνδυλα
θα γεύομαι ολονυχτίς
μοναχός μου; (διερωτούμαι)

πάρε μ’ ολόκληρο
ψίχουλο μη μου αφήσεις
-σ’ αγαπώ;
δεν ξέρω

τέλος
ως εδώ
-λες ή λέω;

μαζί σου κανείς
κι η σκιά σου εδώ
στο πουθενά
μαζί μου

Kουμέττος Κατσιολούδης
(11/4/2002, Λευκωσία)
AΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ

Πίσσωσε ο ουρανός, νέφη πένθη βρέχουν,
ξέβρασε η θάλασσα πτώματα τού αύριο˙
σ' όαση μια φοινικιά ψάχνει για δηνάριο,
σκήπτρα, γη και χρήματα, λίγοι τα κατέχουν.

Όραμα μου; Νεογνά να 'χουν σε φαρέτρα:
"Bέλη τρία σ' αριθμό κι ένα ίδιο τόξο!".
T' άδικο πώς θα 'θελα -πέρα- να το διώξω˙
άλλην χτίσε μας, Χριστέ, εκκλησιά σε πέτρα.

Άστεγος ο κόσμος μας˙ δες: σκυλιά πεινάνε,
γάτες νιαουρίζουνε, μ' αγνοείται χάδι,
στείρες -πλέον- οι ελιές, δεν παράγουν λάδι,
κλαίνε γέροι και παιδιά, "τίποτα" μασάνε.

Γύρω σου, το διέγνωσες! Oι μουρλοί μυριάδες˙
"μέτρον" ανισόρροπον κι ήθη μπερδεμένα,
πρόσωπα νυχτόβια -σήψη καλυμμένα-
βγάζουν άναθρες κραυγές μες στους μαχαλάδες.

Έσπασαν τα φρένα σου, σ' άσυλο τρακάρεις,
δίχα δίκη ντύθηκες: "Άγγελος Κυρίου!".
Θάνατος σ' αγκάλιασε τέλη τού Μαρτίου,
μες σε βένθος άνοιξης σ' είδαν να φουντάρεις.

Κουμέττος Κ.
(8-3-2012, Λευκωσία)
AΡΓΟΠΟΡΗΜέΝΟΣ έΡΩΤΑΣ

Σε αμφυλίκης διαδρομή... με γάζωσες με λέξεις,
που έπλεκαν αισθήματα -για μένα- χρόνια τώρα.
Αγνόησα τη μάνα μου: "Παιδί μου, να προσέξεις,
του έρωτα, που άργησε, τα πάθη αιμοβόρα!".

Μου στράγγιξες τα χείλια μου και πριν καλά συνέλθω,
το χάδι σου με άγγιξε... σε λόφο έκστασής μου,
σ' αυτό για λόγους ηθαρχής, πια, δε θα επανέλθω,
μ' αλήθεια, το απόλαυσα˙ στο λόγο τής τιμής μου.

Προσκάλεσες το χέρι μου... να λύσει τα μαλλιά σου,
στο στήθος σου τ' ακούμπησες, την αίγλη του να νιώσω˙
μου είπες: "Eρεθίστηκα!" κι εχάθη η μιλιά σου,
συγχίστηκα δεν ήξερα... να πάρω ή να δώσω.

Στα βλέμμα σου λαμπύριζε μια σπίθα ειλικρίνειας,
μπορεί και να το σκέφτηκα: "Δε μου πουλάει ψέμα!"
Μα άλλα δείχνει το πλατό από τα παρασκήνια,
μου μήνυσε η μνήμη μου, προτού να ρίξω κέρμα.

Αιφνίδια... δε σ' αγάπησα, μα είπα: "Προχωράμε!",
σε έχρισα βασίλισσα, καρδιάς μου πληρεξούσια,
μ' αδιάκοπα της μάνας μου... τα λόγια της θυμάμαι,
εκούσια μες στον ξύπνιο μου, στον ύπνο μου ακούσια.

Η νύχτα πέπλο άπλωσε, καλύπτοντας τη μέρα,
το φως προτρέπει: "Πήγαινε... αλλού, για να χαράξεις!"˙
μια καληνύχτα φίλησε, γλυκά, την καλησπέρα...
καθώς παιδιά των φαναριών... μετράνε τις εισπράξεις!

Κουμέττος Κ.
(18/6/2012, Λευκωσία)
Κι αν με βλέπετε......
να τρέχω, συνέχεια....
είναι που από μικρός εκπαιδεύτηκα......
σε δύο ρόλους.....
ή λύκος ή αρνάκι.............
διότι αυτό είναι η ζωή!
Ή τους τρως ή σε τρώνε............

κουμΕττος κ.
(6/11/16 - 10:16, λευκωσία)
Πολλές και πολλοί........
θ' ανεβάσουν το σταυρό σου....
στο Γολγοθά σου, αλλά....
μόνο, η μάνα σου...........
θα σταυρώνεται στη θέση σου..............

κουμΕττος κ.
(11/11/16 - 22:46, λευκωσία)
Δε συμπαθώ καμιά θάλασσα,
προτού δω και τον βυθό της..............

κουμΕττος κ.
(1/12/16 - 21:47, λευκωσία)
Λαλούσιν πως του έρωτα.......
θ' ανάψουν αύριον λύχνοι,
μα 'γιώνι ξέρω το καλά......
πως όποιος ξέρει ν' αγαπά,
κάθε στιγμήν το δείχνει!

κουμΕττος κ.
(13/2/2017 - 22:05, λευκωσία)
Κι όταν απομακρύνθηκα......
από εσέναν...
κατάλαβα..........
πόσο μακριά μου ήσουν.
Κατάλαβα........
πως η ψευδαίσθηση......
του κοντά...
οφειλόταν, αποκλειστικά......
σ' εμέναν!
κουμΕττος κ.
(7/10/15 - 22:23, λευκωσία)
Κι αν πέρασαν χρόνια,
που χωρίσαμε........
ακόμη και τώρα,
που με πλησιάζεις....................
τα σκυλιά μου δε γαβγίζουν......
και χοροπηδάνε χαρούμενα.
Πού να ξέρουν τα σκυλιά!
Ή ίσως.......
και να ξέρουν καλύτερα.......
κουμΕττος κ.
(15/11/15 - 06:59, λευκωσία)
Ίσως, και να σου αξίζει.....
κάτι καλύτερο..............
από αυτό που έχεις.
Ίσως, όμως, και να έχεις.....
κάτι καλύτερο......
από αυτό που αξίζεις.
κουμΕττος κ.
(22/3/16 - 21:03, λευκωσία)
Σου έλαχε ν' αγαπήσεις......
μέχρι θανάτου;
Αν ναι....... λες ψέματα........
κουμΕττος κ.
(22/3/14 - 21:39, λευκωσία)