Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΟΣ "ΗΛΙΟΣ"

Στα θύματα (†) της τραγωδίας "Ήλιος"
14/8/2005, Γραμματικός/Αττική

Σύννεφα μαύρα φύτρωσαν, μουντός θωρεί ο Ήλιος,
μανάδες εγκολπίστηκαν στα χείλια τους τη θλίψη.
Δάκρυ κυλά στα μάτια τους απ' τ' ουρανού τα ύψη,
ο πόλεμος που γένεται, λογιέται σαν εμφύλιος.

Τρίζουνε γης θεμέλια κι οργή ξεσπά με μένος,
στην Κύπρο μέγας καημός, ψυχές τις τσαλακώνει,
θύματα στο Γραμματικό -ο πόνος μύριοι τόνοι-
ο τόπος, πλέον, στεναγμός, μες στις καρδιές καμμένος.

Ράγισε τ' αστροφέγγιο κι ανέτειλε μαράζι,
η θάλασσα -ανήμερη- κουνιέται πέρα-δώθε˙
Μοίρα, με μαύρη σου κλωστή, γι' αρχίνισε και κλώθε,
καθώς αχτίδες... δες, μαδούν το πρωινό τ' αγιάζι.

Αύγουστε, απ' τις δεκατρείς πετάξου δεκαπέντε,
αφού οι δεκατέσσερις ορδές πληγών ανοίγουν,
θύμησες όψεις συγγενών τυλίγουνε, τις πνίγουν.
(Πορίσματα τ' ανέμισες; Πού πήγανε, Πουνέντε;)

Φεύγουν τα χρόνια κι άστεγο το δίκιο παραμένει,
ψηλά δικλούν οι συγγενείς, στα βάθη προσδοκούνε:
αχ, να γινότανε χαρές... να τους προσγειωθούνε˙
φωτιές πολλών κι αν έσβησαν, δικιά τους αναμμένη!

Koυμέττος Κ.
(13/8/2012, Λευκωσία)
ΜήΔΕΙΑ 

για την τραγωδία στο Μαρί

Σφάζεις τα παιδιά σου, Πολιτεία;
Tι σόι μάνα είσ' εσύ;
Τα προσκαλείς για μια θητεία,
για να τους πάρεις τη ζωή;

Eίναι η Μήδεια πρότυπό σου;
Η όψη της λογότυπό σου;
Tο μυστικό... το πρόστυχό σου,
γραμμένο στο γονότυπό σου;

Koυμέττος Κ.
(11-7-2011, Λευκωσία)
ΑΖΤέΚΟΙ

για την τραγωδία στο Μαρί

Ορφανή μια μάνα στέκει,
δίχα σπλάχνα πώς θα ζήσει;
Για θυσία οι Αζτέκοι
της τα έχουν τεμαχίσει.

Δώρο αίμα και καρδιά τους
προς Θεό Ηλιθιουσίας.
Θα τα στέλναν τα παιδιά τους
σ' είσοδο Αχερουσίας;

Κουμέττος Κ.
(12-7-2011, Λευκωσία)
ΠΡΟΣΚΛΗΤήΡΙΟ ΠΕΣόΝΤΩΝ

για την τραγωδία στο Μαρί

Κρατά η Μοίρα βρέφος μες στην αγκαλιά της,
να μας το δώσει, δεν το κάνει η καρδιά της...
εμπιστοσύνη δεν κερδίζεται με λόγια,
παντού ηλίθιοι, μα κι ανεύθυνα λαμόγια.

Συνωμοσία, Θοδωρή μου, των μετρίων...
είν' η ζωή μας παιχνιδάκι των αχρείων,
μα σαν το χέρι σε μια κάλπη επιλέγει,
τα κεραμίδια θα 'ναι στη δικιά του στέγη.

Το αίμα στάζει... κ' η ελπίδα παραπαίει...
δίπλα ο κύρης, μόνος... κάθεται και κλαίει.
Νάτη κ' η μάνα... που προσεύχεται σε Άγιο,
ψάχνει για να 'βρει εξωκόσμιο κουράγιο.

Ο πόνος ρέει, σαν ποτάμι στες ψυχές τους,
δίχως αξία τής ζωής οι μετοχές τους.
Πώς να χαρούν, πια, τ' ολόγιομο φεγγάρι;
Έχουνε χάσει στην ευχή τους το "μακάρι".

Πώς να τ' αντέξουν; Το κενό βαθιά ματώνει,
μαύρο μεσίστιο ανυψώνουνε σεντόνι...
σαν η Πατρίδα καταγράφει εκλειπόντες,
στο προσκλητήριο δεκατρείς είναι απόντες.

Κουμέττος Κ.
(17-7-2011, Λευκωσία)
ΔίΔΥΜΟΙ ή-Λ-Ι-Ο-Ι
για την τραγωδία στο Μαρί
Γιόμισες τα έδρανα μ' ανάξιους.
Αλήθεια, δε σ' ενδιαφέρει;
Μα τώρα, που 'χασες πανάξιους...
ποιος πίσω, λέγε, θα σ' τους φέρει;
Κρίμα, λαέ, να σ' εξουσιάζει......
μονάχα -μόνο- η βολή σου.
Είναι το δάκρυ, αίμα, πόνος...
της ύβρεως ανταμοιβή σου.
Για δες! Σε κάνανε κομμάτια,
μαχαίρι σου 'χωσαν εμφύλιο.
Για μια καρέκλα είχαν τάμα
να πετσοκόψουνε τον Ήλιο.
Μη σου πουλάνε άλλα ψεύδη,
αλάργα, φύγαν οι ψυχές...
κι ασώματα... τα σώματά τους,
θα σε ραντίζουν μ' ενοχές.
Ξύπνα, λαέ! Έχεις ευθύνη!
Φλόμωσες στην κοκαΐνη;
Τώρα; Η μάνα την οδύνη.......
πώς θα την καταπραΰνει;
Κουμέττος Κ.
(12-7-2011, Λευκωσία)
ΓΕΦΥΡΑ ΤΩΝ ΣΤΕΝΑΓΜΩΝ
Μελτέμια γλάρων σάλταραν, πάν' στο Αιγαίο τσάρκα,
χωρίς πανιά ο έρωτας... δίχως κουπιά η βάρκα.
Θλιμμένο στίγμα συννεφιάς μες στο χαμόγελό σου,
σκιαγραφεί πόνο καρδιάς, κρυμμένο μυστικό σου.
Το κύμα σβήνει στον αφρό, κοχύλια αναδύει,
στη Γέφυρα των Στεναγμών -το δάκρυ παραλύει-
σαν τη διασχίζει βογγητό από ψυχής πυθμένα,
προς τι η δίκη εν κρυπτώ; Όλα τετελεσμένα!
Το μερτικό εξαγοράς κράτα το -κι ας χαθούμε-
μπορεί ξανά, αγάπη μου, στο μέλλον να βρεθούμε.
Κι αν με κοιτάς σαν άγνωστο, που -τάχα- δε γνωρίζεις,
στο άρωμά μου θα λαλείς: Νύχτες γνωστές μυρίζεις!
Κουμέττος Κατσιολούδης
(5-8-2011, Λευκωσία)
ΜΟΝΑΧΙΚΑ ΠΑΡΤΕΡΙΑ

Λειψή καρδιά, υπόσιτη, 
θωρεί κι αναστενάζει,
ανάμνηση ανάδρομη: 
ροδόσταγμα που στάζει,

συλλαβιστά ο έρωτας, 
ψι-λό-βρο-χο ραντίζει,
υάκινθους, κυκλάμινα... 
αλλού, τα καλαντίζει.

Στεγνό το χάδι λιάζεται, 

αγκάλη αγναντεύει,
η ευωδιά φυγόστρατη, 

δεν έχει να πιστεύει,

ο πόθος κι αν ορέγεται 

στιλπνή επιδερμίδα,
χωρίς κεντρί η μέλισσα, 

μ' εξόριστη ελπίδα.

Φυλλοροούνε άνυδρες, 

ματιές χωρίς κοτσάνι,
η λυγαριά νοστάλγησε 

μαγιάτικο στεφάνι,

τα χείλια ξερανθήκανε, 

σαν άνθη σε παρτέρια,
ένα φιλί -αχ, να 'χανε!- 

δροσιάς τα μεσημέρια.

Κουμέττος Κ.
(25-9-2008, Λευκωσία)
ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Αλύγιστη να σε θωρώ, 
ω Σκέψη, στες αρχές σου,
ουδέποτε να εκτραπείς 
απ' το δικό σου δρόμο,

σημάδι να 'χεις φωτεινό
τού ήθους διδαχές σου˙
θα δεις πως έτσι, ευτυχώς,
διαλύεις κάθε τρόμο.

Σειρήνες πάθους κι αν φανούν,
κλειστά έχε τα ώτα,
ουδέναν μην τοποθετείς,
μπροστά από εσέναν,

γιατί σαν έρθει η "Στιγμή",
να ξεύρεις πρώτα-πρώτα,
εσύ, γυμνή, θα ζυγιστείς,
χωρίς άλλον κανέναν.

Γερά στα χέρια να κρατάς
του βίου σου τιμόνι,
ανέμοι κύματα γεννούν
-φουρτούνες, δίχως οίκτο-

η κάθε δυσκολία σου,
διπλά να σε πεισμώνει
κι αν κάτι δεν το προσπερνάς,
στη λήθη μέσα ρίξ' το.

Ω Σκέψη, στάθου όρθια
κι ανέμισ' τα φτερά σου,
μονάχα, 'σύ καθοδηγάς
το πώς ζωή θα ζήσεις,

προσπάθα, φέρ' την έσω σου,
τη Μοίρα στα νερά σου,
το Γόρδιό σου το Δεσμό
να κόψει, αν δε λύσεις.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(22-10-2011, Λευκωσία)

Πώς αλλάζουν οι άνθρωποι!
Ο ίδιος άνθρωπος........
τα ίδια χέρια,
που σε γιόμιζαν χάδια.....
πλέον, χ... άδεια.....
κουμΕττος κ.
(21/1/16 - 19:23, λευκωσία)
ΟΡΟΣ ΣΙΝΑ
Θεέ μου, πόσες εντολές....
μας έδωκες σε πλάκες!
Αλήθεια, τόσον ήμασταν, 
μα κι είμαστε μαλάκες;
Γονίδιο, μπας, ανέντιμο...
η σάρκα κουβαλάει˙
βρε, λέτε απ' την Κόλαση...
η σκούφια μας κρατάει;
Πώς έβγαλ' ο Παράδεισος,
διαόλου μάνας όντα,
που σαν κρατάν πατερημί,
τα μάτια βλέπουν τσόντα;
Aλλοίμονο, εμείς ποτέ!˙
το ξεύρω, θα το πείτε,
μα πριν λαλήσει πετεινός,
αλί, θα προδοθείτε.
Κουμέττος Κατσιολούδης
(13-10-2011, Λευκωσία)
ΙΣΟΒΙΑ ΑΓΑΠΗ!

Ανηφοριά ανείπωτη είν' της καρδιάς ο δρόμος,
γράμμα μ' αγάπης καημό φέρνει ο ταχυδρόμος,
σφραγίδα ένα σου φιλί, δίπλα το δάκρυ κρίνο,
φλογέρα παίζει ο βοσκός, σαν κλαίει το κλαρίνο.

Ο έρωτάς μας φυλακή, ισόβια δίχως χάρη,
έντομο είναι έγκλειστο, γύρω του κεχριμπάρι,
με μάτια θάλασσες πλατιές, οι κόρες τους ανθώνες,
πανιά είναι τα βλέφαρα, τα φρύδια ανεμώνες.

Πόσο πολύ σ' αγάπησα να εύχεσαι μη μάθεις,
ήσουνα άστρο φωτεινό, μα ύστερις εχάθης,
έπεσες μες στην ξενιτιά, αντάμα η ευχή σου,
ο πόθος δισκοπότηρο κι η μοίρα προσευχή σου.

Ταξίδι κίβδηλο μακριά, χωρίς τροχιά αλήθειας,
βρέχει η θλίψη μοναξιά, απόν στίγμα βοήθειας,
σε πλάνεψε ο μισεμός κι ο νόστος σε τυλίγει,
μαχαίρι μέσα σου βαθιά με θύμησες σου μπήγει.

Τα χέρια μου πώς λαχταρούν να σε γιομίσουν χάδια,
σε καρτερ' η αγκάλη μου, για κοίτα είναι άδεια,
ισόβια η αγάπη μου στην πόρτα σ' αναμένει,
σαν βάρκα σε μουράγιο, παντοτινά, δεμένη.

Koυμέττος Κ.
(27-7-2011, Λευκωσία)
ΘΕΣΣΑΛΟΝίΚΗΣ ΟίΝΟΣ
To χάδι σου, στη μνήμη μου...
ραγίζει την πνοή μου,
ραντίζει με τριαντάφυλλα
τού πόνου τη ρωγμή μου.
Η όψη σου, σαν Παναγιάς,
κρατά στα χείλη κρίνο,
μοσχοβολάς χρυσάνθεμα,
Θεσσαλονίκης οίνο.
Τα μάτια σου, ολόγιομα
-ανέσπερα φεγγάρια-
σαν με κοιτάζουν μ' έρωτα...
ο Mozart γράφει άρια.
H πλάση μοιάζει, δίχα σου,
με στέρφα γη Σαχάρας,
με μελωδία, άγαρμπη...
ξεκούρδιστης κιθάρας.
Το σώμα σου, μια άγκυρα...
στο βένθος τής καρδιάς μου,
τα χείλια σου -αμάραντα-
αστέρια τής νυχτιάς μου.
Σαν άλογο, ασέλωτο...
θυμάμαι την αφή σου,
ζωγράφιζες στο δέρμα μου...
την άρρητη γραφή σου.
Στα όνειρα τα δάκρυα σου...
τρέχουνε σαν με δούνε,
σαν τον κισσό -τριγύρω μου-
να τυλιχτούν ποθούνε,
να πλύνουν με νερό, κρασί...
το άμοιρο κορμί μου˙
με άνθη σε στολίζουνε,
μου λες, οι καθαρμοί μου.
Σαν το ξημέρωμα φανεί...
κι ο ήλιος βόλτ' αρχίσει,
το πούσι, όλο, της αυγής
-γαλήνια- θα διαλύσει,
μα θα αφήσει, έσω μου...
για souvenir να έχω:
το χάδι σου, αγάπη μου,
να νιώθω... για ν' αντέχω!
Κουμέττος Κ.
(28-7-2011, Λευκωσία)
Ω ΕΣΥ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ!
Μ’ ένα φιλί του Ιούδα -τριάντ’ αργυρίων όρος-
κατέδωσες τον Κύριον στων Ελαιών το Όρος.
Ολονυχτίς, Τον έσυρες -εν τάχει- σε μια δίκη,
σταυρόξυλο Του φύλαγες˙ θανάτου καταδίκη.
Μ’ Αρχιερείς εκάθησες, μαζί σας Φαρισσαίοι,
παρών Καϊάφας αρχιερεύς˙ όλοι σας Ιουδαίοι.
Κι αφού εκρίνατ’ ένοχο Ιησού τον Ναζωραίο,
στον Έπαρχο Τον στείλατε, Επίτροπο Ρωμαίο.
Ω εσύ, μετανόησε, ω Ιερουσαλήμ!
Ω εσύ, ω εσύ, ω εσύ Ιερουσαλήμ!
Με τον Πιλάτο ήσουνα, όταν Ιησούς αφίχθη,
για να επικυρώσετε απόφαση που ελήφθη.
Όταν ο Πόντιος κοίταξε μες στα δικά σου μάτια,
είδε Καϊάφα -πριν- καθώς, διερρήγνυε ιμάτια.
Μ’ αυτός ανεπηρέαστος, τ’ άδικο αντιλήφθει,
απόφαση δεν πάρθηκε, ο κύβος δεν ερρίφθη.
Το σκέφτηκε, σού πρότεινε εσύ να επιλέξεις,
τον Βαραββά ή τον Ιησού, έναν τους να διαλέξεις.
Κι επέλεξες τον Βαραββά, τ’ όνομά του αχώντας
και τον Ιησού αρνήθηκες, το λάθος αγνοώντας.
Αθώωσες τον Βαραββά -με ύφος αγνωσίας-
κι οδήγησες στο θάνατο... Χριστό˙ Υιό Οσίας.
Ω εσύ, μετανόησε, ω Ιερουσαλήμ!
Ω εσύ, ω εσύ, ω εσύ Ιερουσαλήμ!
Πιλάτος χέρια έπλυνε μέσα σ’ ένα νιπτήρα
κ’ υπεύθυνη σε έχρισε για του Ιησού τη μοίρα.
Την καταδίκη υπέγραψε, φοβούμενος εντάσεις
κι εσύ Τον μελλοθάνατο, πήρες να ετοιμάσεις.
Μαστίγωσες το σώμα Του, ωσότου στάξει αίμα
κι ένα στεφάνι Του ‘βαλες αγκάθινο για στέμμα.
Την σάρκα Του την ξέσχισες με χλεύη κ’ ειρωνεία,
Τον έφτυσες, Τον έβρισες... με λύπηση καμία.
Βαρύ σταυρό Τον φόρτωσες, για να ανέβει τ’ Όρος,
ο Γολγοθάς σταυρώσεων, ήταν -τότε- ο χώρος.
Στο δρόμο, σαν ανέβαινε, Τον χτύπαγες με μένος
κι Αυτός λουσμένος μ’ αίματα λυγούσε συνθλιμμένος.
Ω εσύ, μετανόησε, ω Ιερουσαλήμ!
Ω εσύ, ω εσύ, ω εσύ Ιερουσαλήμ!
Η Βερονίκη σκούπισε το Άγιο πρόσωπό Tου,
κι Αυτός της Το εχάρισε, ωσάν ευχαριστώ Του.
Μα ’σύ δεν Τον συμπόνεσες, ούτε σε μία στάση,
μα βρέθηκε ο Σίμωνας, για να Τον ξαποστάσει.
Στο Γολγοθά Τον σταύρωσες, ψηλά, εις την κορφή του
κι ούτε αυτήν λυπήθηκες, τη μάνα την καλή Του,
που θρήναγε το σπλάχνο της, μπρος στα δικά σου μάτια
κ’ η άδολη καρδούλα της γινότανε κομμάτια.
Ω εσύ, μετανόησε, ω Ιερουσαλήμ!
Ω εσύ, ω εσύ, ω εσύ Ιερουσαλήμ!
Ποίηση: Κουμέττος Κατσιολούδης
Μουσική/Ερμηνεία: Πάτερ Ιωσήφ Σκέντερ

ΡΟΔΑΝΘΗ ΚΙ OΡΧΙΔΕΕΣ

Βδέλλα πάνω σου ας γένω, 
να ρουφήξω τα φιλιά σου,
μ' ένα χάδι μου να γράψω, 
"Σ' ΑΓΑΠΑΩ!" στην καρδιά σου.

Κάθε στάλα σου ιδρώτα 
στο κορμί μου να στεγνώνει,
σαν o πόθος θα ματίζει 
τες ψυχές μας στο σεντόνι.

Να 'ν' οι νύχτες μας λουσμένες 
με ροδάνθη κι ορχιδέες,
να 'ν' τα σώματά μας -μόνον- 
με καλύψεις αδαμιαίες.

Να 'ν' ο έρωτας ναυάγιο 
σ' ένα βένθος Παραδείσου,
στον οντά μας με σκαντάγιο 
να μετρώ την ηδονή σου.

Άγιο Φως στα δυο σου μάτια, 
πριν η μέρα ξημερώσει,
τόσο φως ούτε ο ήλιος 
δε θα έχει να μου δώσει.

Ας καλπάσουν οι σφυγμοί μας 
τ' άγριο άτι να δαμάσουν,
σαν οι σάρκες σιαμαίες 
στα ουράνια θα φτάσουν.

Κουμέττος Κ.
(13-7-2011, Λευκωσία)
ΕΥΘΥΝΗ, ΚΡΑΤΑ ΜΕ ΓΕΡΑ!

Ο χρόνος πάντων, εν σειρά, τα πρόσωπά μας γδύνει,
από μικρός την κοίταγα στα μάτια την ευθύνη.
Στον εαυτό μου, πρώτιστα, του λέγω: "Φίλε, φταίεις˙ 
για στάθου, σήκω γρήγορα κι ανώφελα μην κλαίεις!".

Ουδένας δεν ευθύνεται για τις επιλογές μας,
μ' αυτές το σώμα χτίζουμε, καθώς και τις ψυχές μας˙
εμείς κρατούμε το ψωμί, εμείς και το μαχαίρι,
το ήθος μας πυξίδα μας, μα κι αν χρειαστεί: "Nυστέρι!".

Η Τύχη μας χαράζεται, διαμέσου διαδρομών μας,
διαμόρφωση τής δίνουμε˙ απότοκη βουλών μας.
Τα "ναι" μας ή τα "όχι" μας τις πλάτες μας βαραίνουν,
μπορεί να κλείνουν οι πληγές, μα τα σημάδια μένουν.

Η κάθε μας απόφαση: ζωή μας καθορίζει,
με λύπη είτε με χαρά το μέλλον μας ορίζει.
Τα σταυροδρόμια πάμπολλα, π' ανοίγουνται μπροστά μας˙
στη θέα τους, ολόλευκα, βαφτήκαν' τα οστά μας.

Για όσα -που διαπράξαμε- κριτής μας: "Το Παρόν μας!",
σ' αυτόνε συναθροίζεται, διαμιάς, το παρελθόν μας.
Συμπέρασμ' αξιόπιστο στο γένος των ανθρώπων,
ασχέτως κι αν γεννήθηκαν σε ποικιλία τόπων.

Ευθύνη, κράτα με γερά, ποτές σου μη μ' αφήσεις,
στο δρόμο να 'σαι δίπλα μου ολάκερης τής ζήσης˙
σιμά σου -μόνον- θα μπορώ καλύτερος να γίνω
και στην καρδιά μου τα "καλά" μυριάκις να πληθύνω .

Κουμέττος Κατσιολούδης
(29-6-2012, Λευκωσία)
ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ

Δυο μάτια φεγγάρια -καντήλια, φανάρια-
σκοτάδια φωτίζουν, το χθες διασκορπίζουν.
Κι ο πόθος φουντώνει κι ο έρωτας στρώνει
με τ' άσπρο χαλί του το Άγιο φιλί του!

Με όνειρα χίλια συσπώνται τα χείλια,
μα λέξεις δε βγαίνουν, σωπαίνουν, μουγγαίνουν.
Φοβούνται το πάθος... μη φέρει το λάθος,
μπας κι όλα χαθούνε, προτού γεννηθούνε.

Ριγώ κι ανασαίνω, στην όψη σου ραίνω
τριαντάφυλλα μύρια κι αγάπης χατήρια.
Ζωής μου πατρίδα στο βλέμμα σου είδα
κι η πλάση ανθίζει, το μέλλον πλουμίζει.

Koυμέττος Κ.
(9-12-12, Λευκωσία)
ΓΙΑ ΠάΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΚάΛΗ ΜΟΥ

Ο κόσμος όλος μου εσύ,
στη γη που ζω ετούτη,
ποτέ δε θα σ' αντάλλαζα
με χίλια μύρια πλούτη.

Στα μάτια σου, τα διάφεγγα,
διαβάζω την αλήθεια,
τα όσα, πριν, π' αντίκρισα,
πουλούσαν παραμύθια.

Τα χείλια σου ορίζοντας,
γιομάτος εχεμύθεια,
ανθίζουν κρίνα, γιασεμιά,
στα δυο λευκά σου στήθια.

Το φιλντισένιο σώμα σου,
ευφραίνει την αφή μου.
"Για πάντα στην αγκάλη μου,
να είσαι!" ―η ευχή μου.

Κουμέττος Κ.
17.7.13 - 11:14 μ.μ
ΜΗΝ ΑΡΓΕΙΣ... ΑΝ ΕΡΘΕΙΣ, ΕΛΑ!

Μες στο χθες μας ανατρέχω, δάκρυ ξέθωρο κυλά,
σαν τυφλός σ' αναζητάω, με τα χέρια τεντωμένα.
- Πώς χαθήκαμε, καλή μου; Είν' τα θέλω μας δειλά,
τώρα όσα και να πούμε, πίκρας λόγια... πληγωμένα.

Σε μια θύμηση σ' ακούω και τις λέξεις συγκρατώ,
η φωνή σου σιγολέει: "Κάτσε μια στιγμή -λιγάκι-
σ' αγαπάω, σε φυλάγω μες στη μνήμη φυλαχτό,
τ' άγγιγμά σου στο κορμί μου: γιατρικό του και φαρμάκι!"

Ραγισμένες αναμνήσεις -ραγισμένο το γυαλί-
παραμύθι τ' όνειρό μας... μες σε Χαλιμάς αιθέρες˙
πέταξε ψηλά και πάει μ' ένα μαγικό χαλί,
ορφανές θωρώ στο "Μέλλον" τής χαράς μας τις ημέρες.

Κάθε χάραμα σε ψάχνω, μα εσύ στο πουθενά˙
ζεματάει το κενό σου την ψυχή μου, σα διαβαίνει
κι απομένω να μετράω ξημερώματ' αδειανά,
ό,τι έχω αγαπήσει, νύχτα -άσπλαχνη- το παίρνει.

- Μην αργείς, αν έρθεις... έλα! Η καρδιά μου σε ζητά,
κάθε Ώρα -σαν περνάει- Σινικό μάς χτίζει τείχος˙
κι αν τα μάτια μου δε βλέπουν, θα σε δω ψηλαφητά
κι όταν πάρω το φιλί σου, θα 'ναι γνώριμος ο ήχος!

Κουμέττος Κ.
(26-8-2012, Λευκωσία)

ΣΟΥ 'ΔΩΣΑ ΤΑ ΜάΤΙΑ ΜΟΥ...

Τ' άστρα -τ' ανθισμένα μου- 
τα 'δωσα σ' εσένα
κι είμαι ολοσκότεινος... 
μαύρος ουρανός.
Όνειρα, π' ανάθρεφα... 
με κοιτούν σβησμένα,
τώρα, πώς να ζήσω, 
πώς να ζήσω, πώς;

Σου 'δωσα τα μάτια μου... 

κι άλλον, πια, κοιτάζεις,
σου 'δωσα τα χείλια μου... 

κι άλλον, πια, φιλάς,
σου 'δωσα τα χέρια μου... 

κι άλλον, πι' αγκαλιάζεις,
σου 'δωσα και την καρδιά... 

κι άλλον, πι' αγαπάς!

Δώρισα στην όψη σου 

όλην τη ζωή μου...
κι έμεινα στο τίποτα... 

σ' άφωτο βυθό.
Κόπηκε, για πάντα, 

η αναπνοή μου...
μόνος, στο κρεβάτι μας... 

πώς να κοιμηθώ;

Κουμέττος Κ.
(30/6/14 - 10:39 μ.μ, Λευκωσία)
ΣΤΕΣ ΠΑΙΔΙΚέΣ ΜΟΥ ΑΝΑΜΝήΣΕΙΣ...

Ό,τι στα μάτια δε σου είπα
-μικρό παιδί... ντρεπόμουν, τότες-
ό,τι στα μάτια δε σου είπα...
στο σύμπαν μου μια μαύρη τρύπα...
στίχοι που 'μειναν, δίχα νότες.

Στες παιδικές μου αναμνήσεις
καρδιάς μου είσαι πριγκιπέσα,
θάλασσα, ήλιος, ουρανός μου...
ο πιο δειλός μου... εαυτός μου...
η γη... πληγή μου και γιατρέσα.

Σ' όνειρα σού 'γραφα στην άμμο...
ποιήματα μ' αστέρια ρίμα,
σ' όνειρα σού 'γραφα στην άμμο...
από την Κύπρο, μέχρι Σάμο...
μα της αυγής τα 'σβηνε κύμα.

κουμέττος κ.
(19/10/2014 - 9:24, λευκωσία)
ΦΕΓΓΑΡόΛΟΥΣΤΗ ΡώΜΗ

Μια νύχτα -φεγγαρόλουστη- 
στη Ρώμη θα βρεθούμε,
θα με ρωτάς, αγάπη μου, 
αν ζει αυτό που ζούμε!

Θα βρέχει αστερόσκονη,
καθώς θα σ' αγκαλιάζω,
σαν Καίσαρ, αυτοκράτορας...
της πλάσης θα φαντάζω.

Ο Τίβερης θα κολυμπά
μες στην Αιώνια Πόλη,
σαν το παιδί -το γελαστό-
σ' Ιούλη μήνα σχόλη.

Τo κάλλος τής καρδούλας σου:
χρυσό τού θέρους στάχυ,
στο Κολοσσαίο έπαθλο,
που θέλουν μονομάχοι.

Μια νύχτα φεγγαρόλουστη
-που δε θα λησμονήσω-
με δυο φιλιά το "Σ' αγαπώ!"
στα χείλια θα στο χτίσω.

Τα μάτια σου, μισόκλειστα...
θ' αράζουν μες στον πόθο˙
αλήθεια, στον Παράδεισο...
μαζί σου -μόνον- νιώθω!

Κουμέττος Κ.
(19/9/2012, Λευκωσία)
ΞΕΤΣίΠΩΤΗ ΑΥΘάΔΕΙΑ

Τρεις συλλαβές το "Σ' Α-ΓΑ-ΠΩ!", 
στα χείλη μου σκουριάζει,
ψάχνω καρδιά για να το πω, 
τριγύρω μου... τ' αγιάζι.

Έχω μια θλίψη παγερή
-ρακένδυτη στο κρύο-
ξύνω αγάπης μια πληγή˙
χαμένο μου λαχείο!

Χίμαιρα με ακολουθεί
των κίβδηλων ερώτων,
σπέρνει μια θέα δέρματος...
σε ρέμβη ενεστώτων.

Γείσος γεννάει τη σκιά,
τα μάτια μου καλύπτει,
στέλνω γαρδένιας ευωδιά,
με δίχα παραλήπτη.

Σύμπαντος ο ορίζοντας...
προς άγνωστο πηγαίνει
κι άνεμος βράχου σε ακτή
τραχύτητα λιαίνει.

Σώματα καλλωπίζονται,
υπόδουλα στη μόστρα,
πάθη στεγνώνουν, γρήγορα,
στης κλίνης την απλώστρα.

Μέθυσε ο Πλατύς Γιαλός...
σε Μύκονο, σε Σίφνο˙
ψάλλουν με οίστρο τα κορμιά,
προτού πνιγούν σε ύπνο.

Μπρούμυτα, μα κι ανάσκελα...
γυρνούν, αλλάζουν στάσεις˙
ρύθμιση καθορίζεται...
υπό τις περιστάσεις.

Μπέρδεψα το ωράριο,
σε άλλου πήγα βάρδια,
γιόμισε ο κοσμάκης μας...
ξετσίπωτη αυθάδεια.

Άλλος ξυπνά στο πλάι μας,
το βράδυ μ' άλλον πάμε˙
άνθρωποι ίσοι! Ίδιοι;
Βρε, ποιον εξαπατάμε;

Κουμέττος Κ.
(17/7/2012, Λευκωσία)
MIA ΣΑΝΤΟΡίΝΗ: έΡΩΤΑΣ!

Γίνε το φινιστρίνι μου...
τον κόσμο να κοιτάζω, 
πελάγη, τον ορίζοντα,
τ' αστέρια, τη Σελήνη.

Μάτια μου να 'ν' τα μάτια σου:
Κυκλάδες ν' αγκαλιάζω,
ο θόλος να 'ναι τ' ουρανού...
ταβάνι μας σε κλίνη.

Μια Σαντορίνη: Έρωτας˙
κι εμείς μικρά βαπόρια,
δώσ' μου στην Οία "μια στιγμή",
να σ' την βαφτίσω "πάντα",

μ' ένα φιλί να σε γυρνώ
σ' ωριόπλουμ' ασπροχώρια˙
στων χειλανθών σου την πλωριά...
να γεύομαι λεβάντα!

Φύσα στο χρόνο μου πνοή,
καρδούλα μου, ζωή μου,
η όψη σου στη σκέψη μου,
σα λάβα που κυλάει.

Δέξου να 'σαι αγάπη μου,
φωνή μου κι ακοή μου˙
κ' η Γη για χάρην μας, εμάς
-μονάχα- θα γυρνάει!

Κουμέττος Κ.
(16/6/2012, Λευκωσία)
ΤΥΦΛόΣ ΒΑΡΔάΡΗΣ

Τα μάτια μου, μ' έναν πυρσό...
θα κάψω μεσημέρι,
μες στο σκοτάδι θα πνιγώ, 
αν άλλην πλεύση πάρεις˙

στο διάβα μου -όποια βρεθεί-
γλυκό μου τζιβαέρι,
δυο τρύπες μαύρες θα θωρεί˙
κι εγώ τυφλός Βαρδάρης.

Ροή θα έχω άστατη,
θα μουρλαθ' η πυξίδα,
θα βγάζω ήχο άγαρμπο
ξεκούρδιστης κιθάρας,

θα δίνω στίγμα άγνωστο:
Χαμένης Ατλαντίδας˙
τη μέρα θα 'μαι η Σαπφώ,
τη νύχτα ο Καλδάρας.

Με δίχα την αγάπη σου,
αλήθεια, πώς θα ζήσω;
Στα χρόνια μπολιαστήκαμε...
σ' εξάρτησης ρουτίνα˙

αδύνατον με άλληνε
σε στρώμα να ξυπνήσω,
φοβάμαι πως με την καρδιά
θα μπω σε καραντίνα.

Η όψη μου δε θα γελά,
ωσάν γελάει τώρα,
τα λόγια μου θα 'ν' άγευστα
-πια- δε θα στάζουν μέλι˙

ομπρέλα δε θα μεριμνώ,
για να κρατώ σε μπόρα,
μακριά απ' όλες θα γλιστρώ˙
θα με βαφτίσουν: χέλι!

Ο έρωτάς μου, τίτλο του:
το όνομά σου φέρει.
Οι ρίζες μου στο χώμα σου
και σε χαρά και θλίψη˙

της έγνοιας μου λεζάντα της,
εσύ, γλυκό μου ταίρι.
Ευχή μου και φροντίδα μου:
ο πόθος, μη μας λείψει!

Κουμέττος Κ.
(12/6/2012, Λευκωσία)
ΑΓάΠΗ ΜΟΥ, ΜΕΓάΛΗ ΜΟΥ...

Τα βελουδένια σου μαλλιά,
ξανθά και μεταξένια
κι εγώνι σ' έχω στην καρδιά,
ανίκητη μου έγνοια.

Να σ' είχα στην αγκάλη μου,
ας ήτανε για λίγο...
αγάπη μου, μεγάλη μου...
κι απ' τη ζωή ας φύγω.

Το δέρμα σου τ' αλάβαστρο...
φιλιά να σ' το γιομίσω,
τον πόθο μου -τον πάναστρο-
παντού, να σ' τον κεντήσω.

Ανατολή και δύση μου,
τα μάτια σου μελένια,
στο πρόβλημα η λύση μου....
γλυκιά μου φεγγαρένια.

κουμέττος κ.
(8/12/15 - 18:33, λευκωσία)
ΜΑΖί ΣΟΥ... 

Απόγιομα με τ' όνειρο
τραγούδι θ' αρχινίσω,
στα μάτια σου μια θάλασσα
―ποθώ να την διασχίσω.

Τα χείλια σου ορίζοντας...
που θέλω ν' ανταμώσω,
την όψη σου στο μέλλον μου,
για πάντα, να καδρώσω.


Αν ήταν στην αγκάλη μου,
να φύτρωνες τα βράδια...
θα γιόμιζα το σώμα σου...
με μύρια θεία χάδια.

Κι αν ψάλλω στ' ακρωτήρι σου,
με δάκρυ... την ελπίδα...
ο έρωτας, καρδούλα μου...
του πρόσφυγα πατρίδα.


Μαζί σου... σου τ' ορκίζομαι
αν ήτανε να ζήσω...
και τι δε θα σου έδινα...
ωσότου ξεψυχήσω.


Kι αν στη ζωή ερχόμουνα...
ξανά και πάλι πίσω,
εσένανε θα ήθελα -την ίδιαν-
ν' αγαπήσω!


κουμέττος κ.
(15/3/2016 - 16:29, λευκωσία)
ΜίΛΑ ΜΟΥ...

Ποιο φεγγάρι μ' αρμενίζει...
σ' αστροπλούμιστες νυχτιές
κι ό,τι μάρανε τ' ανθίζει...
με χαδιών νερομπογιές;

Ποια σιγή φυλλομετράει...
της καρδιάς μου τες πληγές
και στα χείλια τες φιλάει...
μ' ένα ύφος ευλαβές;

Ποιων ονείρων -τ' άγιο κύμα-
χλιμιντρίζεις τες αυγές,
και στ' ορίζοντα το νήμα...
κατευνάζεις τες οργές;

Ποιας αμάραντης γαλήνης...
ψιθυρίζεις το σκοπό,
και στα μάτια μιας οδύνης...
γνέθεις γέλιο χαρωπό;


Μίλα μου... για σένα και για μένανε,
ολημερίς, ολονυχτίς κι όποιος αντέξει,
μίλα μου... για σένα και για μένανε,
μίλα μου... χωρίς να βγάζεις λέξη

Κουμέττος Κατσιολούδης

(18/6/16 - 18:50, λευκωσία)

ΣΤ' ΑΥΓΟύΣΤΟΥ ΤΑ ΣΕΝΤόΝΙΑ...

Καλοκαιριά -τριγύρω μας-
κι εγώνι στο σκαρί σου,
ολονυχτίς, ευφραίνομαι...
τ' ολόγιομο φιλί σου!

Σα σ' έχω, φεγγαρένια μου,
στ' Αυγούστου τα σεντόνια,
τον έρωτά μας μελωδούν...
γλυκόλαλ' αηδόνια!

Μελτέμια λένε κι αν θα 'ρθουν
κι αγέρηδες και ζόρια,
τα μάτια όσων αγαπούν...
αβύθιστα βαπόρια!

Κουμέττος Κ.
(3/8/2014 - 17:33, Λευκωσία)
ΦΕΓΓάΡΙΑ ΚΙ ΑΝ ΣΟΥ ΤάΖΑΝΕ....

τον Ήλιο μου ποθούσες...
πού νά 'ξερα, καρδούλα μου,
πως τόσο μ' αγαπούσες!

Στα μάτια σου μαζεύουνται
τ' αστέρια, κάθε βράδυ...
μαζί σου, θα κατέβαινα...........
αγάπη μου, στον Άδη.

Αγγέλοι μες στα χείλια σου
φιλιά μού φτερουγίζουν...
και λιώνω σαν τα χάδια σου......
στο σώμα μου βαδίζουν.

Κουμέττος Κ.
(10/9/2016, Λευκωσία)
ΤΟ AΣΤέΡΙ ΜΟΥ
Ξημέρωσαν τα μάτια μου,
μα η καρδιά το ξέρει,
παρόλα τα γινάτια μου, 
δεν έχω άλλο αστέρι.
Μονάχα 'σύ, αγάπη μου,
φωτίζεις την ψυχή μου...
τι κι αν ο Ήλιος έχει βγει;
Σκοτάδι στη ζωή μου!
Ωσάν πανιά τα χείλια σου...
εσύ, σκαρί πριν φέξει,
είναι το πέλαγος μακρύ...
και δε θα το αντέξει.
Με παλλινώριο διόρθωσε
του μπούσουλα τη ρότα,
απάγκειο η καρδούλα μου,
για έλα, όπως πρώτα.
Αστέρι ένα οι καρδιές...
διαλέγουνε δικό τους,
μαζί, ψηλά, στον ουρανό
να χτίσουν τ' όνειρό τους.
Για στίγμα τού χαράζουνε...
φιλί κι αν θα χαθούνε,
με αστρολάβο έρωτα...
τη θέση του θα βρούνε.
Κουμέττος Κ.
(7-7-2011, Λευκωσία)
ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ...
Κι όταν θα φύγω
κι όταν σαλπάρω........
προς άλλον κόσμο, προς άλλη γη...
μέσα στον ξύπνιο κι όταν κοιμάσαι,
να με θυμάσαι, να με θυμάσαι..........
Να με θυμάσαι.... όταν θα λείπω,
χωρίς συμφέρον
να μ' αγαπάς
και στης καρδιάς σου τον άδειο κήπο...
λουλούδια σπέρνε,
μόνο, για μας.
Κι όταν θα φύγω
κι όταν ξεφύγω.......
και γίνω άστρο στον ουρανό......
κάθε σου βράδυ, όπου και να 'σαι,
να με θυμάσαι, να με θυμάσαι..............
κουμΕττος κ.
(28/3/2017 - 19:39, λευκωσία)

ΠΑΡΕΛΘΕΤΩ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙΟΝ

Σ' ένα φιλί κατάδοσης, η Μοίρα Σου γραμμένη,
η νύχτα Σε αγκάλιασε γιομάτη με συμπόνοια,
στον κήπο της Γεσθημανής ποτήριον Σ’ αναμένει,
γιομάτο αμαρτήματα: οικτρά, μα κι υποχθόνια.

Ξενύχτησες με προσευχή, φορτίο Σου ν’ αντέξεις
κι αν Σ’ έζωναν, Θεάνθρωπε, πίκρα ψυχής και πόνος,
είναι μικρές κι αδύνατες να διηγηθούνε λέξεις,
τα όσα θα κουβάλαγες εις τον Σταυρό Σου μόνος.

Οι μαθητές κοιμόντουσαν στου φεγγαριού το στρώμα,
ενώ Εσύ γονατιστός, λουσμένος μ' αγωνία,
κι αν έσταζ’ ο ιδρώτας Σου σαν αίμα εις το χώμα,
προσέβλεπες σ' Ανάσταση, ζωής κοσμογονία.

Τα λόγια Σου αντάμωσαν τρισάκις πεπρωμένο,
η Εύα, δίπλα κι ο Αδάμ, Σε κοίταγαν με τύψεις,
μα του Πατρός Σου θέλημα εις τες Γραφές δοσμένο,
προόριζε Υιό Μονογενή να πιεί ποτήριον θλίψης.


Παρελθέτω το ποτήριον από τον Χριστόν τον Κύριον,
παρελθέτω το ποτήριον, πλήθους αμαρτιών πειστήριον,
σαν ο Γολγοθάς προσμένει Σταύρωσης Μέγα Μυστήριον,
βρήκε όλ’ η ανθρωπότης θύμα Θείο εξιλαστήριον.

Τα χρόνια δέκα πέρασαν στων Ελαιών τον κήπο,
όπου, εκεί, λεν θα γενεί Δευτέρα Παρουσία,
του Ρόδου του Αμάραντου καρδιάς κύκνειο χτύπο,
ακούστε, πριν αναληφθεί ως Άμεμπτη Οσία!

Το δρόμο ακολούθησε, που χάραξε ο Υιός της,
στον κήπο της Γεσθημανής Τον είδαν μαθητές Του,
ανέβηκε Θεάνθρωπος, Ιησούς Μονάκριβός της,
στον τόπο προίκα άφησε: τις Άγιες προσευχές Του.

Κουμέττος Κατσιολούδης

(12/4/2012 - 14:09, λευκωσία)
ΕΥΑ

Την έκτη μέρα -πλευρική- μια μήτρα σού 'πε: "βγαίνεις",
το σώμα σου, αχόρταγο... της ηδονής τρομπέτα,
ο Shakespeare θα συνέγραφε: "Ρωμαίο κ' η Ιουλιέτα!",
τις νύχτες, πλέον, ο Αδάμ... δε θα γυρνούσ' εργένης.

Ολόγυμνη... σεργιάνιζες, φορώντας λίγο χνούδι,
σκορπούσες ρίγη έρωτα, τα δέντρα σ' εποθούσαν,
στη σκιερή αγκάλη τους, εντός, σ' ελαχταρούσαν,
ν' απλώσουν το κλαδάκι τους... το χάδι τους λουλούδι.

Χορτάρι... που επάταγες, ερέθιζες τη ρίζα,
οι λίμνες σ' εκαλούσανε, για να γευθούνε πόθο,
αδύνατον, το πρώτο σου παιδί να ήταν νόθο,
μιαν άλλη σού εφύλαγε η αμαρτία μίζα.

Το χέρι σου εμήδισε -στο φίδι πουλημένο-
βαστούσε μήλο κόκκινο -"black list" του Παραδείσου-
να έβρεις τρέξε φόρεμα... βιάσου -τώρα- ντύσου,
ωσάν το ήθος σε κοιτά, ολίγον μπερδεμένο.

Το παραμύθι τέλειωσε, προτού καλ' αρχινίσει,
η γνώση σκλάβους θέλησε να έχει υπηρέτες,
σε κάθε ράτσα όρισε, ποιοι θα 'ν' οι ταξιθέτες,
ο χρόνος καταδίκασε τη σάρκα να λυγίσει!

Κουμέττος Κ.
(8/3/2009, Λευκωσία)
ΕΡΩΤΙΚΗ MYΣΤΑΓΩΓΙΑ

Πάνω στο βράχο ξαπλωμένη, 
ανάσκελα τα δυο σου πόδια,
μοιάζεις "Ωραία Κοιμωμένη" 
κι εγώ σε στάση σε διόδια.

Το βλέμμα σου αγαλλιασμένο, 
εκπέμπει φώτιση του Βούδα,
ένα φιλί σου να 'χα, μόνο, 
έστω ωσάν κι αυτό του Ιούδα.

Μύστης ας γένω του κορμιού σου, 

ανάδρομα, να το ιππεύω,
ρίγος να νιώθω του γλουτού σου, 

το στήθος σου, καθώς θωπεύω.

Την πλάτη σου να καλαντίζω 

κι εσύ να τρέμεις στη λιακάδα,
βρέχ' ηδονή στα δυο σου σκέλια˙ 

φθίνει αγέρι/σοροκάδα.

Στάλα χαδιού σου πώς ποθάω˙ 

στεντόρια ν' άκουγα πνοή σου,
άγρυπνες νύχτες προσκυνάω, 

να νιώσω θέλω την αυγή σου.

Χαράματα, κερί ανάβω, 

να έρθ' η ώρα... που θα σ' έχω,
μες στην καρδιά μου σε νταντεύω˙ 

άσκοπα flirt; μακριά, απέχω.

Κουμέττος Κ.
(19-9-2011, Λευκωσία)
ΜΟΝΟΓΕΝΝΗ ΤΖΙΑΙ ΠΛΑΣΤΗ ΜΑΣ!
Toν Γιον Σου, Θεέ μου, έπεψες,
να ’ρτει να μας ποσπάσει
-αντάν μετανοήσουμεν-
πέρκ' η ψυσσή μας πνάσει.
Θεάθρωπος για χάρην μας,
γεννήθην μοιαστός μας
τζι' η πλάση αναφώνησεν:
“Xριστέ, το φως Σου δος μας!”
Της εκκλησσιάς μας τζιεφαλή, τζιαι της ζωής πληρότης,
Μονογεννή, σ’ ευκαριστά, που ’ρτες η αθρωπότης.
Μονογεννή τζιαι Πλάστη μας, μες στων καρκιών τα βάθη
για έμπα τζιαι συγχώρα μας˙ αθρώπων εν’ τα λάθη!
(Μονογεννή τζιαι Πλάστη μας, που δκιας ζωής ουσίαν,
τη δεύτερήν σου καρτερώ στον κόσμον παρουσίαν.
Στον τζίηπον της Γεσθημανής, στη γην της Ιουδαίας,
Κριτής να γένεις τζι’ Ιδρυτής Ιερουσαλήμ της Νέας).
Για λλόου μας τον Γολγοθάν
ανέβης, εν αρνήθης,
σταυρώθηκες τζι’ απέθανες
τζι' ύστερις ανεστήθης.
Παράεισον μάς έδειξες
τζι' οι προσευτζές μας ξεύρουν,
μιτά Σου μόνον, μανιχά,
διτζαίωσην θα έβρουν.
Ποίηση: Koυμέττος Κατσιολούδης
Μουσική/Ερμηνεία: Πάτερ Ιωσήφ Σκέντερ

ΦίΛΟΙ... ΓΙΑ ΠάΝΤΑ!
Άνθη ψυχής μοσχοβολούν,
ωσάν βρεθείτ' αντάμα.
Είν' η φιλία, φίλοι μου,
πολύ μεγάλο πράμα!
Οι ώρες γένουνται στιγμές,
το ψέμ' αποποιείστε,
οι μάσκες πέφτουν στη γωνιά,
μαζί... δεν προσποιείστε.
Φίλος την πόρτα δε χτυπά,
ανοίγει μέσα μπαίνει,
ξέρει καλά, πριν του το πεις,
αυτό που σου συμβαίνει.
Παρών μ' ένα χαμόγελο...
το δάκρυ σού στεγνώνει
και το τραπέζι τής καρδιάς,
απλόχερα, στο στρώνει.
Η πλάση στέκει έκπληκτη...
στη θέα τής φιλίας,
μέσα δεν έχει, πουθενά,
σημάδι αγγαρείας.
Το χρόνο ντύνει όμορφα
με ευωδιές τού Μάρτη,
μοιάζ' η φιλία, φίλοι μου,
παιδιών να είναι party.
Προσκάλεσε τον φίλο σου
να έρθει στες χαρές σου,
όχι, μονάχα, να τον θες
να γιάνει τες πληγές σου.
Μην περιμένεις θαύματα,
μεγάλα, κούφια λόγια,
των φίλων σύντομα κι απλά,
λιτά τα δρομολόγια.
Το αίμα δίδει συγγενείς,
μα η καρδιά γελάει,
μες στο ταξίδι τής ζωής...
εκπλήξεις σού φυλάει.
Τι κι αν η Εύα τον Αδάμ...
αμάρτησε με μήλο;
Στον κόσμο νιώσε τυχερός...
αν έχεις έναν φίλο!
Κουμέττος Κατσιολούδης
(5-4-2009, Λευκωσία)
Σιγά!
Όχι, δυνατές φωνές.
Όχι, πολύ κουρνιαχτό.
Όχι, πολλά φώτα.
Σιγά!
Μην πανικοβληθεί η Αγάπη........
κουμΕττος κ.
(28/3/17 - 06:55, λευκωσία)
Κι αν μικραίνουν οι νύχτες μας
και μεγαλώνουν οι μέρες μας,
είναι που αυξάνεται η τιμωρία μας,
είναι για να βλέπουμε, πιότερο............
την κατάντια μας..........
κουμέττος κ.
(28/3/17 - 06:32, λευκωσία)