Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

Αφού λείπεις.....
υπερβολική σπατάλη...............
η Πανσέληνος.
κουμΕττος κ.
(19/7/16 - 22:14, λευκωσία)
Μυρίσαμε κι εμείς.............
ένα γιασεμί, χαράματα.
Ας πάψουμε, λοιπόν...........
να το παίζουμε και τόσο αθώοι!
κουμΕττος κ.
(25/2/17 - 08:24, λευκωσία)
Ερωτεύομαι....
σημαίνει ξαναγεννιέμαι.
Σημαίνει.............
κινδυνεύει η μάνα μου.

κουμΕττος κ.
(20/2/17 - 18:18, λευκωσία)
Και μην εφησυχάζεσαι.....
χτίζε γιοφύρια!
Ακόμη, και ξεραμένα
μην τα εμπιστεύεσαι τα ποτάμια.
κουμΕττος κ.
(21/2/17 - 14:29, λευκωσία)
LI ZCIR RAY 

"Ο ΜΙΚΡΟΣ ΒΟΣΚΟΣ!"
του Κουμέττου Κατσιολούδη

Διασκευή στη C.M.A (Cypriot Maronite Arabic)
αποσπάσματος από το βιβλίο: 
"Ο ΜΙΚΡΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ" του Antoine de Saint Exupéry

Λευκωσία 2010

ΡOΛΟΙ:
1) AΦΗΓΗΤΗΣ
2) ZCIR RAY (Μικρός Βοσκός)
3) KILP (Σκύλος)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
L-veşex kilp kaniakşca li zcir ray pşan saca xtir!
(O κακός σκύλος κοιτούσε τον μικρό βοσκό για ώρα πολλή!)

KILP:
-Say aş tatsay tasur exen kilp kaes! Pitlupilikiaxa mi l-xost l-kalpi! şivexen ray ma piritni pşanu! Kullon pkipizcuni u payllon ttakol l-macazen şayton.
(Κάνε ό,τι μπορείς να γίνω ένας σκύλος καλός. Στο ζητώ μέσα από την καρδιά μου. Κανένας βοσκός δε με θέλει γι’ αυτόν. Όλοι με φοβούνται και νομίζουν πως θα φάω τα κοπάδια τους).

LI ZCIR RAY:
-Pri tasayk kaes kilp, ma mallini saca xtir. Lini tarux u tatcallem tinnie oxre u şacia xtir!
(Θέλω να σε κάνω καλό σκύλο, μα δεν έχω ώρα πολλή. Έχω να πάω να γνωρίσω κόσμο άλλο και πράγματα πολλά!)

KILP:
-şikits ma tattitcallem ayn u an pitrux. Xost aδι l-tinnie mannitcallem alli ta mantsayon şatna u mannati kalipna pşanon. L-nes yawm ma lixon saca pşan teytcalmu şikits. Kullu pkijru mnage u mnawna u l-şaya ta piritu pkiştruon kullon mi l-Libdine ma li flus, mpla teyjri l-carak mnalexon. Ma calexon pşan şikits. Pkiakişcu patnon u tecisu pşanon. Aδa ma o kaes u l-nes yawm efku mpla nes jumpon, mpla nes ta tteaxtru teaxku ma kalpon maftux u ta la teypiscu şikits.
(Τίποτε δε θα μάθεις όπου και αν πάεις. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο μαθαίνουμε αυτά που τα κάνουμε δικά μας και δίνουμε την καρδιά μας σε αυτά. Οι άνθρωποι σήμερα δεν έχουν ώρα για να μάθουν τίποτα. Όλο τρέχουν από εδώ και από εκεί και τα πράγματα που χρειάζονται, τα αγοράζουν από τη Χώρα με τα λεφτά, χωρίς να τρέξει ιδρώτας από πάνω τους. Δεν τους νοιάζει για τίποτα. Κοιτάνε την κοιλιά τους και να ζούνε για αυτούς. Αυτό δεν είναι καλό και οι άνθρωποι σήμερα έμειναν χωρίς ανθρώπους κοντά τους, χωρίς ανθρώπους που να μπορούν να μιλούν με την καρδιά τους ανοιχτή και να μη φοβούνται τίποτα).

LI ZCIR RAY:
-Xtir kaes kultinniaxon u psattikilak. Ana alok aş tasay pşan tatsur kaes kilp?
(Πολύ καλά μου τα είπες και σε πιστεύω. Εγώ τώρα τι να κάνω για να γίνεις καλός σκύλος;)

KILP:
-Smaca kaes. Pşan tattsayni kaes kilp, mnawna u terux, lik tatsay xtir şaya. Pşan alok tattakco pcit minni u ana ttakşacak ma l-caney u ind ma taθkul şikitş. An mannaxki xtir mnalok tannigitel. Pukra, θenixxar u l-oxar li xarrat ta teju ttattaxter tattakco awfa jumpi.
(Άκου καλά. Για να με κάνεις καλό σκύλο, από εδώ και να πάει, έχεις να κάνεις πολλά πράγματα. Για τώρα θα καθήσεις μακριά από εμένα και εγώ θα σε βλέπω με τα μάτια μου και εσύ δε θα λες τίποτα. Εάν μιλήσουμε πολύ από τώρα θα σκοτωθούμε. Αύριο, μεθαύριο και τις άλλες μέρες που θα έρθουνε θα μπορείς να κάθεσαι πιο κοντά μου).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
L-axar li xar, l-nussuxar, li zcir l-ray ja telaki l-kilp l-veşex.
(Την επόμενη ημέρα, το μεσημέρι, ο μικρός βοσκός ήρθε να βρει τον σκύλο τον κακό).

KILP:
-L-saca ta jit ma e pşik imps u o awfa kaes tatji tatlakini kuciom mpla tattiptel l-saca ta pitji. Aδa ttekun xtir kaes pşani u ttaxis xtir kaes. Ma takco tastadirak kucom mpla tacaref aş saca tatji u taxis pşik u an kund kece xok l-jampr ta pkiselu. Pri tatji kuyom exte saca ta ttacaref pşan tattilpes kalpi l-θkiep te l-farxa u tasay pşanak cit.
(Η ώρα που ήρθες δεν είναι σαν την χθεσινή και είναι καλύτερα να έρχεσαι να με βρίσκεις χωρίς να αλλάζεις την ώρα που έρχεσαι. Αυτό θα είναι πολύ καλό για μένα και θα αισθάνομαι πολύ καλά. Δε θα κάθομαι να σε περιμένω καθημερινά, χωρίς να ξέρω τι ώρα θα έρθεις και να νιώθω σαν και να εκαθόμουν πάνω στα κάρβουνα που ανάβουν. Θέλω να έρχεσαι καθημερινά μια ώρα που θα ξέρω για να φοράει η καρδιά μου ρούχα της χαράς και να κάνω για σένα γιορτή).

LI ZCIR RAY:
-Ayşo l-cit?
(Τι είναι η γιορτή;)

KILP:
-L-cit o exen şi ta l-tinnie tsitu, fia alok zman xtir. O aδa ta pisay exen xar ta la teyşpex ma şivexen axar. E exte saca ta ma pittişpex ma şivexte oxre. Pşan tarvilak tattitcallem, fia cit ta pisaw pşan li Mpsix ta mad pşan tlax θkiem u ja xalf mi l-mawd. Aδak li xar l-nes pkiaklu, picannu u pkiriksu mi l-farxiton. Aδak li xar ma o pşik l-oxar. An kan pşik l-oxar kullon li xarat kandekunu exen şi u ana ma kuntarux takol şivexte jeje mpla teyjruni mi xalf u teyşilxunni jcar.
(Η γιορτή είναι ένα πράγμα, όπου όλος ο κόσμος ξέχασε, έχει εδώ καιρό πολύ. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με καμιά άλλη. Είναι μια ώρα που δε μοιάζει με καμιά άλλη. Για να σου δείξω να μάθεις, υπάρχει γιορτή που κάνουν για τον Χριστό που πέθανε για τρεις μέρες και ήρθε πίσω από το θάνατο. Εκείνη τη μέρα οι άνθρωποι τρώνε, τραγουδάνε και χορεύουν από τη χαρά τους. Εκείνη η μέρα δεν είναι όπως τις άλλες. Εάν ήταν σαν τις άλλες, όλες οι ημέρες θα ήταν ένα πράγμα και εγώ δε θα πήγαινα να φάω καμιά όρνιθα χωρίς να με τρέχουνε από πίσω και να μου ρίχνουμε πέτρες).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
-U akke şfeşfe şfeşfe l-zcir ray sava l-kilp kaes u jet l-saca ta kandeytcarpu.
(Και έτσι σιγά σιγά ο μικρός βοσκός έκανε τον σκύλο καλό και ήρθε η ώρα που θα χώριζαν).

KILP:
-Ma paxter pijinni taxpi!
(Δεν μπορώ, μου έρχεται να κλάψω!)

LI ZCIR RAY:
-Aş tasayllak, ind kundri tasayk kaes. Αna ma kundri tatxis pşik alok!
(Τι να σου κάνω, εσύ ήθελες να σε κάνω καλό. Εγώ δεν ήθελα να νιώθεις όπως νιώθεις τώρα!)

KILP:
-O kaes ta piθkul!
(Είναι καλά που λες!)

ZCIR RAY:
-Ma kalpak pitri tattixpi!
(Μα η καρδιά σου θέλει να κλάψει!)

KILP:
-Ye, kalpi pittri alok tattixpi xtir!
(Nαι, η καρδιά μου τώρα θέλει να κλάψει πολύ!)

ZCIR RAY:
-Kuinni tannakşa alok o awfa kaes ta surt kaes? Ayşo aδa ta cilep kalpak?
(Πες μου να δούμε τώρα είναι πιο καλά που έγινες καλός; Τι είναι αυτό που κέρδισε η καρδιά σου;)

KILP:
-Cilep exen şi: L-δawm te l-kamar xost l-xakle ma l-ximplasat!
(Κέρδισε ένα πράγμα: Το φως του φεγγαριού μέσα στο χωράφι με τις μυρσινιές!)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
U kallu terux teakşaxxon!
(Και του είπε να πάει να τις δει!)

KILP:
-Rox tattakşa l-ximplasat. Kşaxxon kaes! Ma ttattakşa şivexte ximplase ta e pşik şaytak. Ta ttatji pşan tattaxrop takuillak u exen şi ta ma pkiacarifu şivexen.
(Πήγαινε να δεις τις μυρσινιές. Δες τες καλά. Δε θα δεις καμιά μυρσινιά που είναι σαν την δική σου. Όταν θα έρθεις για να φύγεις θα σου πω και ένα πράγμα που δεν το ξέρει κανένας).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
Li zcir ray rax teakşa l-ximplasat.
(Ο μικρός βοσκός πήγε να δει τις μυρσινιές).

ZCIR RAY:
-şivexte miniθkon ma pittişpex ma l-ximplase şayti u pşani şivexte miniθkon ma piθkul şikits xost l-kalpi. şivexen ma savakon kaysin pşik l-ximplase şayti. Indu pşik l-kilp teli ta kan veşex. Exen kilp pşik l-klep kullon ta enne veşxin. Alok sar kaes u pşani o exen kilp ta pşiklu mafkia axar xost fi l-tinnie kulla!
(Kαμιά από εσάς δε μοιάζει με την μυσρινιά τη δική μου και για μένα καμιά από εσάς δε μου λέει τίποτα μέσα στην καρδιά μου. Κανένας δε σας έκανε καλές σαν τη μυρσινιά τη δική μου. Είστε σαν τον σκύλο το δικό μου που ήταν κακός. Ένας σκύλος σαν τους σκύλους όλους που είναι κακοί. Τώρα έγινε καλός και για μένα είναι ένας σκύλος που σαν αυτόν δεν υπάρχει άλλος μέσα στην πλάση όλη).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
U l-ximplasat kanniakişux u kanijillon teyxpu.
(Και οι μυρσινιές τον κοιτούσαν και τους ερχόταν να κλάψουν)

ZCIR RAY:
-Xusn likon xtir ma indu farcin mi l-xostθkon. şivexen ma temud pşanθkon. L-ximplase şayti an pkiakşaca exen axar ttekul pşana: E exte ximplase pşik tayndu indu kulliθkon. Ma pşani l-ximplase şayti pxupa awfa miniθkon. Kifta? E l-ximplase ta skayt ma kalpi. E l-ximplase ta nakayt pşan taθkun maci u tajri pşana taxottila moe u talakep l-art ta e jumpa pşan ta ttaxo xava. Pşani e exte ximplase ta ma pittişpex ma şivexte oxre. Kundismaxa ta kandcanni u kundcanni maxa, kundindura ta kant pxale u ma kundxallia tattiprot, kundaxkilla ta ma kandaxkilla şivexte oxre ximplase u ta ma kandaxki, ta kallixa xork, kundakco jumpa u kundismca kalpa.
(Ομορφιά έχετε πολλή μα είστε άδειες από μέσα σας. Κανένας δε θα πεθάνει για εσάς. Την μυρσινιά τη δική μου, αν την δει κάποιος άλλος θα πει γι’ αυτήν: Είναι μια μυρσινιά ωσάν είστε όλες εσείς. Αλλά για μένα τη μυρσινιά τη δική μου την αγαπάω περισσότερο από εσάς. Γιατί; Είναι η μυρσινιά που πότισα με την καρδιά μου. Είναι η μυρσινιά που ξεχώρισα για να είναι μαζί μου και να τρέχω για αυτήν να της βάζω νερό και να καθαρίζω το χώμα που είναι κοντά της για να παίρνει αέρα. Για μένα είναι μια μυρσινιά που δε μοιάζει με καμιάν άλλη.Την άκουα που τραγουδούσε και τραγουδούσα μαζί της, την πρόσεχα όταν ήταν άρρωστη και δεν την άφηνα να κρυώσει, της μιλούσα όταν δεν της μιλούσε καμία άλλη μυρσινιά και όταν δεν μιλούσε που είχε θυμό καθόμουν κοντά της και άκουα την καρδιά της).

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:
U xarap u rax xalf fi l-kilp.
(Και έφυγε και πήγε πίσω στον σκύλο).

ZCIR RAY:
-Taxrop!
(Θα φύγω!)

KILP:
-Tinni fitte saca takuillak exen şi ta ma pkiacarifu şivexen. Smacani kaes: Ma exen şi mannakşa kaes. Ma kalipna! L-canen ma pkiakişcu şikitş.
(Δώσε μου λίγη ώρα να σου πω ένα πράγμα που δεν το ξέρει κανένας. Άκουμε καλά: Με ένα πράγμα βλέπουμε καλά. Με την καρδιά μας! Τα μάτια δε βλέπουν τίποτα.)

ZCIR RAY:
-L-canen ma pkiakişcu şikitş!
(Τα μάτια δε βλέπουν τίποτα!)

KILP:
-L-canen ma pkiakişcu l-saca ta tayt pşan l-ximplase şaytak pşan tatsaya saytak.
(Tα μάτια δε βλέπουν την ώρα που έδωσες για τη μυρσινιά σου για να την κάνεις δική σου).

ZCIR RAY:
-L-canen ma pkikişcu l-saca ta tayt pşan l-ximplase şayti pşan tasaya şayti!
(Tα μάτια δε βλέπουν την ώρα που έδωσα για τη μυρσινιά σου για να την κάνω δική σου!).

KILP:
-L-nes tsu aδa l-şi. Ind ta la tattindsix fi l-ciştak kulla. Aδa l-şi ta savayt telak, ta savaytu kaes, mnalok u terux tekun telak u ttekullik taθkapilu u tattijri xalfu. Mnalok u terux l-ximplase aδi e şaytak u tatji ttaθkapila pşan exte cişe!
(Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτό το πράγμα. Εσύ να μην το ξεχάσεις σε όλη σου τη ζωή. Αυτό το πράγμα που έκανες δικό σου, από εδώ και να πάει θα είναι δικό σου και θα έχεις να το φροντίζεις και να τρέχεις πίσω του. Από εδώ και πέρα η μυρσινιά αυτή είναι δική σου και θα έρχεσαι να τη φροντίζεις για μια ζωή).

ZCIR RAY:
-L-ximplase aδi e şayti u taji takapila pşan exte cişe...
(Η μυρσινιά αυτή είναι δική μου και θα έρχομα
ι να τη φροντίζω για μια ζωή...)



ΒΕΔΟΥΙΝΩΝ ΠΑΣΧΑ!

Καμήλες σε καραβάνι γραμμή,
η Σαχάρα στην άμμο δακρύζει,
Ιμάμης αυτήν σε τζαμί,
Eπανάστασης Kόρη βαφτίζει.

Μ' οιμωγές λυσσάν' τα τσακάλια,
σε κλουβιά δε χωρά η ζωή τους,
η ψυχή τους σ' αναμμένα μαγκάλια,
προσδοκά الحرية * στη φωνή τους.

Βεδουίνοι τ' αστέρια θωρούν,
σαν τα όπλα κροταλίζουνε αίμα.
Ν' αποτινάξουν θέλουν˙ μπορούν,
δικτατόρων αμείλικτο στέμμα;

Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, Βεγγάζη...
ο δρόμος σε μια όαση βγάζει;
Tσουνάμι ο Νείλος˙ οργιάζει!
Μωάμεθ τα νερά του μοιράζει!

* λευτεριά

Koυμέττος Κατσιολούδης
(24/4/2011, Λευκωσία)
ΣΥΛΗΜέΝΗ, ΚΑΡΔΙά ΜΟΥ!

Mιας κρυφής συνουσίας στερνοπαίδι το Αύριο,
π' αγνοεί τον πατέρα, π' αγνοεί τη μητέρα...
και στην όψη του ύφος αντικρίζω μακάβριο,
κάθε δάκρυ του λάβα κ' η ψυχή του καλντέρα.

Συλημένη, καρδιά μου, στων ονείρων τη σχάση,
ποιας στυγνής τραγωδίας εβαπτίστηκες θύμα;
Κ' η Σελήνη κρυμμένη μες σ' αφέγγιστη φάση,
"ωιμέ!", "τρισαλί μας!"... η γενιά μας: "τι κρίμα!".

Πυραμίδες οι μέρες, σ' ολοσκότεινα χρόνια,
σαν ο Νείλος κυλάει προς το Δέλτα τής Μοίρας,
τα λευκά μας εγίναν, πλέον, κόκκινα χιόνια...
και η τύχη στεφάνι στο κεφάλι μιας χήρας.

Κουμέττος Κ.
(27/3/14 - 11:07 π.μ, Λευκωσία)
ΝΑΥάΓΙΟ "ΖΗΝΟΒίΑ"

Υφές του χθες οι αναμνήσεις
-απομεινάρια χρονικά-
π’ ανακαλούνε συναισθήσεις,
που μας γελούν ειρωνικά.

Ταξίδια μες στο παρελθόν μας,
σ' αντιμαχίες των Θεών,
των απεχθών, των συμπαθών μας˙
των ανεκπλήρωτων κλεών.

Αντιλαλούν οι παιδικές μας
-οι άγουρες μας οι φωνές-
ομαδικές, γηπεδικές μας˙
της νίκης κ’ ήττας ηδονές.

Μες στην αγκάλη σου, μανούλα,
θηλάζω γάλα προκοπής,
καθώς σχολειού η καμπανούλα,
σιγής φαντάζει βιαστής.

Kαι σ’ ονειρώξεις εφηβείας
ψάχνω το μίτο ιαχής,
ναυάγιο μοιάζω Ζηνοβίας˙
κατάδυση αναψυχής.

Οι ανεπούλωτες πληγές μου,
το αίμα στάζουνε στη γη,
παραμονές μου, διαφυγές μου˙
καρδιάς λογιούνται ναυπηγοί.

Koυμέττος Κ.
(6/3/2013, Λευκωσία)
ΜΙΑ ΦΟΡά ΣΤΑ ΧίΛΙΑ ΧΡόΝΙΑ...

Αχ, του ήθους το σιγκούνι, το φορούνε -πια- σπιούνοι˙ 
θλίψη σπέρνουνε στα πλήθη έμποροι και τοκογλύφοι.
Τρών' χαβιάρια στις Βρυξέλλες κι άλλων τ' όνειρο σαρδέλες,
σαν τ' ακούραστα τους χέρια θάβουν γέλια στη μιζέρια.

Τύχη παίρνουν να φυτέψουν -να 'χουν κάτι να πιστέψουν- [...]
κι άστρα πάνω της κεντάνε, να 'χουν φως να ξενυχτάνε,
να σμιλεύουν, μ' εξωστρέφεια: ζεύγη μέταλλα σε ντέφια,
που καθώς θα κουδουνίζουν κοιμισμένους θ' αφυπνίζουν.

Άλαλοι, με δίχα λόγια -άδεια πλοίων νηολόγια-
ξεπηδoύν γαλάζιοι γλάροι, απ' του Αλαντίν λυχνάρι.
Στον αιθέρα μοιάζουν βόλια, ψάχνουν κίβδηλα ειδώλια,
στην καρδιά να σημαδέψουν, μπας και τα εξολοθρέψουν.

Την Ελένη πήρες, Πάρι; Δε σε πήραμε χαμπάρι!
M' άλγεβρα, γεωμετρία... δεν αρκεί να πας στην Τροία!
Θάλασσα -αρμύρας λίμνη- σπρώξε μ' άνεμο την πρύμνη,
σα στην πλώρη τρεις προφήτες προμηνύουν πύρρειες ήττες.

Μια φορά στα χίλια χρόνια, Διγενή μου, μες στ' αλώνια,
θα σουβλίζεται ο Χάρος απ' της ράτσας μας το θάρρος˙
κι όλοι μες στην Οικουμένη: πληγωμένοι, προδομένοι,
θα θυμούνται τον Αιώνα... το Χρυσό σου, Παρθενώνα!

Κουμέττος Κ.
(4/9/2012, Λευκωσία)
ΕΞΟΣΤΡΑΚΙΣΜόΣ

Μια θρηνωδία τής ψυχής, Θεέ μου, απ' τα χείλη,
να μπόραγα να Σου 'στελνα με θάλασσας κοχύλι.
Η ώρα πήγε τριαντατρείς, δες τα παιδιά... λυγίζουν,
το μεροκάματο αργεί, οι τσέπες τ' ατενίζουν.

Αγίοκλημα, γιαγιούλα μου, για κόψε λίγο, φέρε,
κραυγή μου, άκου, Παναγιά˙ σε προσκυνώ, ω Χαίρε!
Tα χρόνια είναι Κατοχής με Προσφυγιά, αντάμα,
η λύτρωσις, αν θα φανεί, δικό σου θα 'ναι θάμα.

Στο χέρι μια πατερημί, ελπίδων μας μαγκάνι,
την περηφάνια, που 'χαμε, την ρήμαξαν ρουφιάνοι.
Στην Αγορά το όστρακο, γιατί εκαταργήθη;
H εξορία χρειάζεται, για ν' απομείνουν ήθη!

Κουμέττος Κ.
(26/2/2012, Λευκωσία)
ΠΟΙΗΤΙΚόΣ έΡΩΤΑΣ

Έξω βροχές με αστραπές, βροντές -χαμός τής πλάσης-
έσω στο τζάκι ζεστασιά, σαν των βοδιών τα χνώτα˙
πάρ' ενός Φοίνικα φιλί και κοίτα... μην ξεχάσεις:
τ' άστρα που σέρνουνται σβηστά ν' ανάψεις σαν και πρώτα!

Ντύθου αγάπη κι άσε με να σου μιλώ αιώνες˙
όσα η νύχτα σκέπασε θα σου τα φανερώσω.
Ρίγη ιδρώνουν δέρματα και σμίγουνε λαγόνες,
ξάγρυπνη θα μου σπαρταράς, προτού σ' εξημερώσω.

Μύδι το στρείδι αγροικά κι ατάραχ' η Σελήνη,
βλέννα τη σκόνη συγκρατεί κι αφρίζουνε ρουθούνια.
Στέκει σαν άγαλμα σκηνή˙ ρωτά ο Rossellini:
Ξέχασες πάλι; Δες, γελά μικρό παιδί σε κούνια!

Τρέμει η φλόγα στο κερί -ο άνεμος θεριεύει-
ψάχνει ο λύκος για τροφή κ' οι στάνες αγωνιούνε,
σχίζει της μάνας η κραυγή τα μάκρη π' αγναστεύει:
Θάλασσα, πες μου, να χαρείς ο υιός μου ξέρεις πού 'ναι;

Χάδι από το χέρι σου αρδεύει το κορμί μου,
όλα, τριγύρω μας, θαμπά τα τζάμια μάς κοιτούνε.
Ήσουν το αίτιο μου εσύ, δεν ήσουν αφορμή μου.
Όσοι, που ζουν ποιητικά, την πρόζα δεν ποθούνε.

Koυμέττος Κ.
(15/4/2012, Λευκωσία)
ΜΑΝΟύΛΑ -άΚΟΥ- Σ' ΑΓΑΠώ!

Αφιερωμένο στη μανούλα μου (†)
και σ' όλες τις μάνες του κόσμου!

Στιγμές μας νάματα τού χθες, αμάραντ' η μορφή σου,
σαν κρίνο μοιάζεις Παναγιάς, λουλούδι Παραδείσου.
Εικόνισμα η όψη σου, προσκύνημα λατρείας,
ο πόνος σου χαμόγελο κι απόσταγμα σοφίας.

Σα γιασεμί μ' αγκάλιαζες, νανούριζες με χάδι,
μες στο καντήλι μου ευχής, μανούλα, ήσουν λάδι.
Τις νύχτες, πριν να κοιμηθώ, μελένιο το φιλί σου,
για του παιδιού σου τη ζωή, θυσία η δική σου.

Μια ευωδιά, πώς στέκεται, η μνήμη σ' ένα τζάκι,
μου διάβαζες -πάλι/ξανά- μικρό παραμυθάκι.
Θυμάμαι κάθε συμβουλή, που μου 'γραφες μ' ευθύνη,
με μια γραφίδα στην καρδιά, για πάντα 'κεί να μείνει.

Καθρέφτης μου το βλέμμα σου. Θωριόμουν, δίχα λάθη.
Ομφάλια η αγάπη σου, απ' της ψυχής τα βάθη.
Ασπίδα, ήσουν δόρυ μου, φωνή μεστή, γλυκιά μου,
πληγών μου πάνω βάλσαμο, μανούλα μου, γειατριά μου.

Αδιάκοπ' η φροντίδα σου, γιομάτη θεία χάρη,
το χέρι μου σαν κράταγες, κρατούσα το φεγγάρι.
Τη νύχτα μέρα έκανες, για χάρη μου στην πλάση,
τ' αδύνατά μου δυνατά και ποιος να με δαμάσει;

Σ' ευχαριστώ, μανούλα μου, για όσα μου 'χεις δώσει,
χωρίς σκοπό άλλη καμιά, δε μ' έχει καμαρώσει.
Το όνομά σου φυλαχτό, θα το φιλώ στα χείλη,
μανούλα -άκου- σ' αγαπώ, βράδυ, πρωί και δείλι.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(8-5-2011, Κορμακίτης)
ΠΡΙΝ Ο ΚΟΚΟΡΑΣ ΛΑΛΗΣΕΙ!

Σαν εκλείψει απ' τα μάτια το ανθρώπινο μας δάκρυ,
θα 'ναι, μάνα μου, σημάδι πως εφτάσαμε στην άκρη,
πως δεν έχει άλλο πόνο τούτ' η πλάση να μας δώσει,
πως, μανούλα, η καρδιά σου δε θα ξαναμαραζώσει.

Θα 'ν' ο κόσμος μας τραγούδι, κάθε στίχος ευωδιά του,
δε θα γράφει για θανάτους, πως χαθήκανε παιδιά του,
δε θα γράφει πως πεινούσαν των ψυχών τα σώματά μας,
πως ξεσχίζανε oι γύπες -δίχως οίκτο- πτώματά μας.

Στις αλάνες για κρυφτό και μια μπάλα θα κλωτσάμε,
ζαχαρούλα στο ψωμάκι, σαν το βρέξουμε θα φάμε,
η τροφή μας θα 'ναι λίγη, μια ελιά θα εκτιμούμε
κι αν ιδούμε κάπου πόνο, δίπλα βράχοι θα σταθούμε.

Στις γιορτές, στα πανηγύρια θα ανθίζει η ψυχή μας
και της άνοιξης το χρώμα θα μας λούζει τη ζωή μας.
Ο πατέρας θα κοιτάζει μ' αγωνία αν θα βρέξει,
η καμπάνα θα χτυπάει, πριν ακόμα ήλιος φέξει.

Πριν ο κόκορας λαλήσει, πριν τρισάκις προδοθούμε,
πριν ο ήλιος μετοικήσει, πριν από τη γη χαθούμε,
ας κρατήσουμε τα χέρια όλοι μας σ’ αυτόν τον κόσμο
κι ας μυρίσουμε θυμάρι, δεντρολίβανο και δυόσμο.

Koυμέττος Κ.
(13-7-2011, Λευκωσία)
ΦΛΟΓΕΡΑΣ ΑΣΜΑ

Καμπάνα μονοσήμαντρη πενθεί με ήχο θλίψης,
βοσκός κουρεύει πρόβατα, ο λάκκος θρέφει βδέλλα,
εάν με νιώθεις κόπιασε, αντάμα μου, να νίψεις,
το πρόσωπό σου, μες στο χθες, με κάρδαμο, κανέλα.

Αγνάντεψα την μάνα μου, τον κύρη μου στο χώμα,
πασάλειψα τη θύμηση με λούστρο, μην ξεβάψει,
σουσάμι το ανέβασα, ξυπόλητος, στο δώμα,
για φίλησέ το, ήλιε μου, το σπόρο του να στάξει.

Η μνήμη υπνοδεύουσα -μαβλούκα* στο κεφάλι-
ζεστά ψωμιά λιμπίστηκε, που έψηναν οι φούρνοι.
Μουλάρια απαλούκωτα με πεισμονή μεγάλη˙
τη νέα τάξη, σήμερα, την βασιλεύουν στούρνοι.

Στολή όλοι φοράγαμε, ακόμη και πηλίκιο,
το ήθος μας το διόρθωνε η ράβδος, σαν αλφάδι,
χωρίς˙ μα κι όταν έπιπτε, συνήθως, είχε δίκιο,
κανένας δε στραβώθηκε απ' το δικό της "χάδι".

Αλλοτινές μας εποχές -θα σκέφτεστε- το ξέρω,
τα χρόνια μας αγύριστα, δεν τα ζυγώνει πλάσμα,
αχ, να 'τανε να πήγαινα, προζύμι για να φέρω,
ψυχές για να ζυμώσουμε με μιας φλογέρας άσμα.

*μαβλούκα= μαξιλάρι

Κουμέττος Κατσιολούδης
(23-9-2011, Λευκωσία)
ΣΤΗΝ ΤΡΟύΜΠΑ, ΜΙΑ ΣΤΙΓΜή...

Χειμώνας στην καρδιά, με χιόνι τη σκεπάζει,
η άνοιξη να 'ρθει... το θέλει, μα διστάζει.
Ορυμαγδός σιγής, τα πάντα δυναστεύει,
στα έγκατα τής γης... η θλίψη μας χορεύει.

Ληστές ανακαλούν το λυκαυγές τής μέρας,
το δίκιο απειλούν με θάνατο μιας σφαίρας.
Πατρίδος την τιμή, την παίξανε στα ζάρια,
στην Τρούμπα, μια στιγμή... στα κόκκινα φανάρια.

Τριγύρου, μυγδαλιές... ολόγυμνες παρθένες,
ποθούνε αγκαλιές, να μη λογιούνται ξένες.
Ανάπηρη χαρά... στα μάτια κουβαλάνε,
οι μνήμες τους στο χθες, τα φύλλα τους φιλάνε.

κουμέττος κ.
(4/12/14 - 13:06, λευκωσία)
LAST VOYAGE

Στο Έβερεστ ανέβαιναν Μογγόλοι ορειβάτες,
βαραίνει η τροπόσφαιρα, ψηλών βουνών το κλίμα˙ 
παλεύει μες στα πέλαγα βαπόρι με το κύμα,
η ρότα του στο πουθενά, με δίχως επιβάτες.

Γοργόνα που τ' αντάμωσε μια νύχτα τού χειμώνα˙
αν ζει ο Μέγ' Αλέξανδρος, το ρώτησε, αν ξέρει.
Μ' αυτό, αντί γι' απάντηση, της άπλωσε το χέρι,
μες στην παλάμη του φωνή τής λέει: "Βαβυλώνα!"

Προβέτζο το εξάφνιασε κι εφάνη τραμουντάνα,
αλύπητα, η θάλασσα τού γδέρνει τη μοράβια˙
θυμάται δυο ξαδέρφια του, που ρίχναν παραγάδια
και μια μικρή στο Tokyo να φτιάχνει Ikebana.

Στη Μassalia πρόφτασε τ' ανήλιαγα μπορδέλα,
τις λάμπες που κοκκίνιζαν, για να καλάρουν ναύτες,
πριχού τους παραλάβουνε στο μέλλον νεκροθάφτες,
σε στρώματα ξαλάφρωναν μ' αγίνωτη κοπέλα.

Μαρκόνι σαν τιτίβιζε, λογιόταν σαν καρδιά του,
ραπόρτα του διαμοίραζαν το γέλιο και το κλάμα˙
o Richter ταρακούναγε, γερά, τη Yokohama
κι ο κύρης, πριν να κοιμηθούν, φιλούσε τα παιδιά του.

Η λαμαρίνα σκούριασε κι αρχίνισε να μπάζει,
μ' αλήθεια, ποιος το ρώτησε, πού θέλει ν' αποθάνει.
Παρά νεκρό και ξέμπαρκο σε χώμα ή λιμάνι,
σε βένθος κάλλιο τού βυθού το σώμα μου ν' αράζει!

Κουμέττος Κ.
(29-4-2012, Λευκωσία)
ΕΜΙΛΙΑΝΟ ΖΑΠΑΤΑ ΣΑΛΑΖΑΡ

"Καλύτερα ο θάνατος, σαν έρθει να σε βρίσκει
όρθιο παρά γονατιστό!", τους έλεγες με πάθος,
με δέος σε εκοίταγε και πίστη μια παιδίσκη,
έτοιμη να θυσιαστεί... κι ας ήταν όλα λάθος.

Στ' Ανενκουίλκο φύτρωσε ο Θρύλος σου, Zαπάτα!
Ντίας, δεν το προνόησες Ηρώδης για να γένεις;
O χρόνος σού εφύλαγε ολόμαυρα μαντάτα.
Ξύπνα, πια, άλλο απαθής τι στέκεσαι και μένεις;

Κρικέλια δεν έχει η γη, μα όλοι λίγη θέλουν,
χέρια μοιράζουνε ψωμί -με μια ελιά γλεντάνε-
τα μάτια μες στο άδικο τις κόρες τους διαστέλλουν,
ψάχνουν να διώξουνε ντροπή. - Δεν έχουν, τι να φάνε;

Ψηλά-ψηλά στον ουρανό οι κόνδορες πετάνε,
διάπλατ' ανοίγουν τα φτερά και σκιάζεται ο Ήλιος,
αρπάζουν βρέφη τα βυζιά, μα γάλα δε ρουφάνε,
ζώνει η πείνα την κοιλιά, σαν γαστρικός δακτύλιος.

Mονάχα "Γη και Λευτεριά", μονάχ' αυτά αρκούνε.
Χώμα, για άκου ιαχές! Αγρότες σου ιδρώνουν.
Δεν είναι απ' το όργωμα, για άλλο πολεμούνε,
ψίχα δικιάς τους άνοιξης, για να 'χουνε πεισμώνουν.

Του Νότου Τίγρη, Ήρωα και του λαού Προστάτη,
ύμνου σφυρίζεις τον γνωστό σκοπό "Λα Κουκαράτσα",
ματαίως σ' επικήρυτταν, μεγάλ' Επαναστάτη,
πίστεψαν θα σε πρόδιδε των ανταρτών σου ράτσα.

Τολτέκοι, Μάγια -δίπλα σου- μαζί σου κι οι Αζτέκοι,
Σχέδιο Αγιάλα πρόταξες σαν λύση, Εμιλιάνο,
με Πάντσο Βίλα έσμιξες... ψυχών φιλία στέκει,
γράμμα σου έλαβα, προχθές, με ένσημο: Ινδιάνο!

Στο τέλος, πάντα, κάνουμε -μου γράφεις- το ταμείο.
Λόγια δεν έχω, τι να πω... μ' αυτό τα είπες όλα!
Ενέδρα κι αν σου έστησαν η φήμη σου μνημείο.
Χάρε, για δώσε πρόσταγμα, ν' ακούσω έγια-μόλα!

Koυμέττος Κατσιολούδης
(19/3/2012, Λευκωσία)
ΜΕΤάΓΓΙΣΗ ήΘΟΥΣ

Σεργιάνισα στο παρελθόν κι αντίκρυσα Πατρίδα,
το ήθος της βαλσάμωσα -το έφερα μιτά μου-
μετάγγισα, συνειδητά, χλωρίδα και πανίδα,
τον ουρανό, τη θάλασσα κι αυτήνε την καρδιά μου.

Αξίες των προγόνων μας ζωγράφισα σε δρόμους,
πυξίδα μας να γένουνε -ας είναι μέλημά μας-
αχρείαστους να έχουμε της πολιτείας νόμους,
ειρηνικά να λύνουμε το κάθε πρόβλημά μας.

Ιδρώτας τού προσώπου μας να φτιάχνει το ψωμί μας,
η μπαμπεσιά -απόκληρη- να ψάχνει γι' απογόνους˙
περήφανο να περπατά στη ζήση το κορμί μας,
χωρίς να έχει, δίπλα του, βαρόνους και πατρόνους.

Στις γειτονιές τα γιασεμιά μοσχοβολιές να βγάζουν,
κυκλάμινο ν' ανθοφορεί στη σχισματιά τής πέτρας,
πορτοκαλιές και λεμονιές καρπούς τους να μοιράζουν,
καθώς τα βέλη θ' ανεργούν στον πάτο μιας φαρέτρας.

Τ’ ανώφελα τα πάθη μας να σέρνουνται στο χώμα,
ανίκανα να πάρουνε την αίγλη που ποθούνε,
τον Άνθρωπο να έχουμε κονκάρδα μας και Κόμμα˙
Τα μάτια σας, περίεργα, νομίζω με κοιτούνε;

Κουμέττος Κ.
(3/4/2012, Λευκωσία)
Ζούμε για λίγη αλήθεια!
Να 'χουμε να λέμε κι εμείς............
πως υπήρξαμε στη Γη μάρτυρες.......
ενός θαύματος...........

κουμΕττος κ.
(21/10/16 - 06:22, λευκωσία)
Λυπάμαι,
που δεν είμαι ό,τι ονειρεύτηκες!
Μα δεν είναι και λίγο χαζό..............
να ράβεις κοστούμι σε κάποιον,
προτού πάρεις τα μέτρα του;

κουμέττος κ.
(21/8/15 - 16:29, κορμακίτης)
Και σ' τα 'λεγα, εγώ................
μείνε μακριά μου!
Αμάθητη είσαι στα τόσα μποφόρ.
Με βαρκούλες, μανάρι μου..........
δε διασχίζουμε ωκεανούς!

κουμέττος κ.
(3/10/16 - 17:49, λευκωσία)

- Καλησπέρα.......
είμαι αυτός που περίμενες......
- Χαίρω πολύ!
Μα ήρθες αργά.........
το τσάι κρύωσε..........
και τα βουτήματα μούχλιασαν.

κουμΕττος κ.
(31/10/16 - 20:33, λευκωσία)
Θυμάσαι, που έτρεμες...
και προτίμησες κάτι θαλασσούλες,
αντί τον ωκεανό μου;
Τι θες, λοιπόν, τώρα;
Θ' αντέξεις;
Τίποτα, δεν άλλαξε!
Τα κύματα παραμένουν θεόρατα...
και τα ναυάγια χιλιάδες......

κουμΕττος κ.
(19/8/16 - 20:31, λευκωσία)
Κι είναι η απουσία σου
εκείνη..............
η ακυμάτιστη μεσίστια σημαία μου,
που πένθιμα
ορθώνεται μες στο βλέμμα μου,
όταν με ρωτάνε:
πώς πας;
κι εγώ τους απαντάω:
όλα καλά.............................
κουμΕττος κ.
(7/4/15 - 8:33, λευκωσία)
Ε και; Τι κι αν ο χρόνος...............
γιατρεύει τες πληγές;
Οι ουλές.... πιο επώδυνες....

κουμέττος κ.
(15/11/16 - 13:29, λευκωσία)
Μπορεί κι εσύ......
να ήσουν έτοιμη να πεθάνεις για μένα,
αλλά, εγώ.................
ήμουν έτοιμος και ν' αναστηθώ!
Μόνη........ δε θα σε άφηνα, ποτέ............

κουμέττος κ.
(27/12/16 - 14:59, λευκωσία)

ΛΥΓΙΣΕΣ, ΦΙΛΕ ΜΑΡΙΕ! (Eις μνήμην Μάριου Γιαλλούρη)

Όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν σε ξεχνάμε ΓΙΓΑ!

Έφευγε το φθινόπωρο
γι΄ αλλού, για άλλα μέρη
και συ το ακολούθησες,
ήτανε μεσημέρι.

Έφυγες, φίλε Μάριε,
λύγισε η καρδιά σου,
σαν έσβηνε το άστρο σου
κι η λαμπερή ματιά σου.

Λύγισες, φίλε Μάριε, λύγισε η καρδιά σου
και η ψυχή σου έφυγε, έφυγε μακριά σου,
σαν χελιδόνι έφυγε, μ΄ όλα τα όνειρά σου
κι άναψε η μάνα σου, κερί στη λεβεντιά σου.

Έφευγε το φθινόπωρο 
και σου ΄κλεισε το μάτι
και συ το ακολούθησες
σ΄ άγνωστο μονοπάτι.

Τα χρόνια και αν πέρασαν
μες στην καρδιά μου μένει
το γέλιο σου στην όψη σου,
μνήμες χαράς υφαίνει.

Σύνθεση/Ερμηνεία: Xρίστος Ρουσιάς
Στίχοι: Κουμέττος Κατσιολούδης

Θέλει τόλμη η ζωή.
Θέλει ρίσκο,
θέλει παπάρια σαν καρπούζια.
Ακου με!
Ηττημένος δεν είναι όποιος απέτυχε,
αλλά όποιος δε ρίσκαρε.
Ηττημένος είναι όποιος αποδέχθηκε...
πως δεν αξίζει να ξαναδοκιμάσει.
Λοιπόν! Κι αν έχασες την Πέμπτη.......
αύριο είναι Παρασκευή...
κι αν χάσεις την Παρασκευή...
μεθαύριο είναι Σάββατο.................
κι αν χάσεις το πρωί,
δοκίμασε το μεσημέρι.
Ο κόσμος αλλάζει κάθε στιγμή...........
κ' οι πιθανότητές σου, επίσης!

κουμΕττος κ.
(15/9/16 - 17:59, λευκωσία)
Ξέρω. 
Είμαι ο Κάιν κι ο Άβελ, 
συνάμα. 
Μια τραμπάλα 
η ψυχή μου. 
Που όταν ανεβαίνει ο ένας 
κατεβαίνει ο άλλος.
Κι εγώ
εναλλάξ αναδύομαι
μια στην Κόλαση
και μια στον Παράδεισο.

κουμΕττος κ.
(8/5/13 - 20:58, λευκωσία)
ΕΜΦύΛΙΑ ΧΑΖΟΜάΡΑ

Κερύνεια μου, Κερύνεια μου....
ψυχή μου και πνοή μου,
τους κάβους, μόλις λύσαμε...
αμέσως, ναυαγήσαμε...
συγχώρα μας, καλή μου.

Ανεύθυνες υπεκφυγές.
Δακρύζουν φλέγμα οι πληγές.
"Εμφύλια χαζομάρα....
Τα κάνατε μαντάρα!",
ουρλιάζει η Καντάρα.


Στον Καραβά, στη Λάπηθο...
οι λεμονιές ανθίζουν...
μας τιμωρούν κ' οι χαρουπιές,
πορτοκαλιές, μα κ' οι ελιές...
ανέμελα, καρπίζουν.

κουμέττος κ.
(19/2/17 - 22:59, λευκωσία)

Να κυνηγάς την περιπέτεια.
Συνηθισμένη ζωή;
Συνηθισμένες ιστορίες........
μόνο, προσφέρει.
κουμΕττος κ.
(12/3/17 - 13:27, λευκωσία)
Ν' αντέχεις!
Αυτό είναι το μυστικό τής ζωής.
Ν' αντέχεις................

κουμΕττος κ.
(25/9/16 - 13:43, λευκωσία)
Να μ' αγαπάς στον ενικό.
Μες στους πολλούς χάνομαι.
κουμΕττος κ.
(12/3/17- 09:52, λευκωσία)
Αχ, βρε ανοιξούλα.......
πάλι, με τον πρώην;
Νόμισα πως τον ξεπέρασες.........
κουμΕττος κ.
(12/3/17 - 10:38, λευκωσία)
Ποιο viagra; Η αμαρτία!
κουμΕττος κ.
(12/3/17 - 11:47, λευκωσία)
Υπερωρίες κι εφέτος ο χειμώνας.
Να καθαρίσει τη βρώμα.
κουμΕττος κ.
(12/3/17 - 12:14, λευκωσία)
Μέχρι που σ' αγκάλιασα.... είχα δυο περιττά χέρια.
κουμΕττος κ.
(20/2/17 - 17:39, λευκωσία)