Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΨΥΧΗ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΗ

Χωρίς ελπίδα -ναυαγό- σ' αντάμωσα στα ξένα.
Αν ζούσες, θα μου κραύγαζες για όνειρα κλεμμένα.
Για μια Ελένη μάδησες τ' αστέρια ένα-ένα,
μα όλα "Δε με αγαπά!", φυλάγανε για σένα.

Σ' ένα ταξίδι πόνταρες τον έσχατο σου πόθο,
δικό σου ήταν το παιδί κι ας εγεννήθη νόθο.
Μου γράφεις: "Φίλε, τη χαρά δε γνώρισα να νιώθω,
με την καρδιά/υφάντρα μου τη στεναχώρια κλώθω!"

Απόκληρος δρασκέλισες τη Μάγχη προς Αγγλία,
σαν κυνηγός που έψαχνε στην Αλβιόνα λεία.
Η νύχτα που σε δέχτηκε: ψυχ(ρ)ή στο μείον τρία,
σου θύμισε τον Πρίαμο, σα φλέγετο η Τροία.

Αλισβερίσια έκανες, κατέληγες σ' εκπτώσεις˙
στα όσα-όσα πούλαγες, μπας κ' ίσως επιβιώσεις.
Στην πίστωση κατέληξες, μες σε θανάτου δόσεις,
το σώμα σου παρέδωσες, να τ' απαλλοτριώσεις.

Αδέρφια σου σε κλάψανε στο Ρίο, Νέα Υόρκη,
σα στη Μελβούρνη έψαχναν του τέλους σου το ξόρκι˙
Τζοχάνεσμπουργκ, Οντάριο πικράνθηκαν οι όρκοι,
καθώς στη Μόσχα το "πικρός", το λέν' οι Ρώσοι "γκόρκι".

Σταυρόξυλο σού έχωσαν στο χώμα που εγένης
κι εσύ τα μάτια έκλεισες ζωής σου προδομένης.
Το δάκρυ σου τ' απόδημο -ψυχής ξενιτεμένης-
μιας μάνας βλέμμ' αναζητά, Πατρίδος πονεμένης.

Κουμέττος Κ.
(21-9-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου