Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

ΜΗΤΡΙά ΠΑΤΡίΔΑ

Βαπόρια φεύγουν στη σειρά
κι αεροπλάνα, τρένα...
ξοπίσω... θάλασσα, ξηρά... 
θωρούνε ―μουγγαμένα.

Οι νέοι φεύγουν γι' άλλη γη,
να βρουν ΜΗΤΡΙά ΠΑΤΡίΔΑ,
για να τους γιάνει την πληγή... 

να έχουν φως κι ελπίδα!

Η μάνα τους... δε στάθηκε,
στο ρόλο της αντάξια,
η μάνα... μάνα φάνηκε... 

πως ήτανε ανάξια.

Κουμέττος Κ.
(18/8/14 - 8:37, Λευκωσία)
στη μάνα μου († - 28/5/2009)

Έχω μια φωνή στα μάτια...
δίκοπη σιωπή,
πόσο σ' έχω πεθυμήσει...
μάνα μου, καλή!

Έχω μια πληγή στη μνήμη,
πάντα, ανοιχτή...
που δε σ' αντικρίζω, μάνα...
μάνα μου, στη Γη.

Έχω μια ρωγμή στα χείλη,
μπάζει κ' η αυγή...
δάκρυ σα σε ανταμώνω...
σ' άνοιξης φυγή.

κουμΕττος κ.
(21/8/15 - 12:30, κορμακίτης)
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΜΑΝΑ


1987

Μέχρι τότε, δεν αντιλήφθηκα τη σημασία σου γραμμή,
μέχρι τότε δεν αναρωτήθηκα για σένα. Μέχρι τότε!
Από τότε, όμως, έμαθα να ζω μαζί σου,
από τότε δεν αναρωτήθηκα για το ρόλο σου, τον γνώρισα τότε!
Είσαι εκεί, σήμα κατατεθέν της διπλής μου ζωής,
της μοιρασμένης καρδιάς μου.
Είσαι εκεί, για να μου θυμίζεις τα παιδικά μου χρόνια,
εκεί, στη γη που γεννήθηκα,
αλλά που δεν με άφησαν, εκεί, να μεγαλώσω!

Τι κι αν στα δώδεκά μου χρόνια χωριστήκαμε, για πρώτη φορά, μητέρα; Τότε, προσδοκούσα κι ήξερα πως θα ιδωθούμε, έστω και για μια φορά το μήνα... έστω κι αν αυτό δεν μου ήταν αρκετό κι ούτε το καταλάβαινα. Κι όμως... τότε, είχα μάνα, ενώ τώρα... δεν έχω.

Τι κι αν τα πρωινά, προτού πάμε σχολείο, όλα τα συνομήλικα μου γειτονόπουλα, εκεί, στον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Παύλου, έπαιρναν το φιλί της μάνας, προτού πάνε στο σχολείο κι εγώ όχι. Ενδόμυχα, τα ζήλευα, αλλά έπαιζα τον τυφλό κι έδενα ξανά τα κορδόνια των παπουτσιών μου, μέχρι να έρθουν, για να οδεύσουμε προς το σχολείο.

Τι κι αν στο σχολείο, κατόπιν, πολλές μανάδες, καθώς κατέβαζαν τα παιδιά τους από το αυτοκίνητο τα φιλούσαν, τα χάιδευαν στοργικά στο κεφάλι και τους έδιναν και μια συμβουλή. Για μένα όλα αυτά δεν υπήρχαν! Ευτυχώς, όμως, υπήρχε η μπάλα του ποδοσφαίρου και το μάτι μου αποπροσανατόλιζε την καρδιά μου.

Τι κι αν όταν κάποιος συμμαθητής μου χτυπούσε, η μάνα του ήταν, εκεί, στο σχολείο σε πέντε, δέκα το πολύ, λεπτά! Εγώ πρόσεχα μη χτυπήσω, διότι μάνα δεν θα ερχόταν. Κι όμως... τότε, είχα μάνα, ενώ τώρα... δεν έχω.

Τι κι αν το μεσημέρι, όλες, οι μανάδες ανέμεναν τα παιδιά τους με μια αγκαλιά κι ένα φιλί στην είσοδο του σχολείου. Ευτυχώς, για μένα υπήρχε η πλαϊνή πόρτα εξόδου και διέφευγα, σαν δραπέτης, μαζί, όμως, πάντα... με το ανεκπλήρωτο κενό μου.

Τι κι αν στο σπίτι όλοι οι συμμαθητές μου είχαν έτοιμο και ζεστό φαγητό, καθαρά και σιδερωμένα ρούχα και μια μητρική έγνοια για το πώς πέρασαν στο σχολείο. Εγώ είχα, συνήθως, ξαναβρασμένο χθεσινό φαγητό ή κανένα τηγανητό αυγό που ίσα-ίσα που προλάβαινε να μου τηγανίσει η αδελφή μου στο διάλειμμα από τη δουλειά της.

Τι κι αν διάβαζα ή δεν διάβαζα; Ποιος θα με έλεγχε, ποια μάνα; Καμιά! Κι όμως... τότε, είχα μάνα, ενώ τώρα... δεν έχω.

Τι κι αν έπαιρνα βραβεία και διακρίσεις στο σχολείο και στο κλασσικό αθλητισμό; Στην κερκίδα της καρδίας μου, στην κερκίδα της ζωής μου, πάντα δυο θέσεις αδειανές... της μάνας μου και του πατέρα μου.

Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, όταν ήμουν δεκαεπτά ετών και ζούσα, ήδη, μόνος στη Λευκωσία, μια βραδιά Σαββάτου είχε έρθει κι η μητέρα μου και μέναμε μαζί. Το βράδυ, ως συνήθως τα Σάββατα, άργησα να πάω για ύπνο και γύρω στις 3 τα ξημερώματα, σαν μπήκα στο διαμέρισμα, με ρώτησε με αγωνία και θυμό: ''Πού ήσουν, ρε Κουμή, ως τούντην ώραν;'' Πήγα στο δωμάτιο μου κι έκλαψα... εκείνο το Σαββάτο είχα μάνα.

Οι πλείστοι από σας, εδώ, φίλοι μου, δεν με καταλαβαίνετε, πλήρως, διότι περιέγραψα -εν συντομία- την εφηβική μου ζωή, τη ζωή ενός παιδιού με εγκλωβισμένους γονείς.

Όμως, το ατσάλι όσο το χτυπάς σκληραίνει... κι εμάς, τα παιδιά των εγκλωβισμένων, από μικρούς μάς σκληραγώγησαν τον ψυχισμό μας, εκεί, στον μυριοπλούμιστό μας Κορμακίτη! Από μικρούς οι μανάδες μας, οι γονείς μας, μας αντιμετώπιζαν ωσάν μικρούς/μεγάλους, ωσάν και να μας προετοίμαζαν για τον χωρισμό που θα επακολουθούσε, ενισχύοντάς μας τα συναισθηματικά μας αντισώματα, για να επιβιώσουμε στην προσφυγιά. Κι όμως... πάλι μας έλειπαν! Κι όμως... πάλι τους θέλαμε κοντά μας!

Την προηγούμενη Πέμπτη τ' απόγευμα, εκεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, λίγο πριν μετοικήσεις στην Αιώνια χώρα των Ψυχών με κοίταξες, μάνα, μ' ένα ύφος απολογητικό για όλα αυτά που δεν ζήσαμε και δεν θα ζήσουμε μαζί, για όλα αυτά που στερηθήκαμε κι οι δυο μας. Θέλω να ξέρεις, μάνα, πως έστω κι αν στο ταξίδι της ζωής χάσαμε και δεν ζήσαμε μαζί πολλά επεισόδια, αυτά που ζήσαμε μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια, εκεί, στον Κορμακίτη μας, ήταν και τα πιο ουσιώδη. Ήταν αυτά που καθόρισαν το ποιόν του χαρακτήρα μου, ήταν αυτά που σφυρηλάτησαν, μέσα μου, το μαρωνιτισμό με τα ιδιάζοντά του χαρακτηριστικά: την πίστη στο Χριστό και την αφοσοίωση στον τόπο μας, στα ήθη και έθιμά μας, στις καταβολές μας, στη γλώσσα μας, αλλά και το σεβασμό και την εκτίμηση προς τους ιερείς και τις καλόγριές μας, τον σεβασμό στους δασκάλους και δασκάλες μας, το σεβασμό προς τους μεγαλύτερούς μας, την αλληλεγγύη στον πάσχοντα συνάνθρωπo, τον εκκλησιασμό την Κυριακή κ.α.

Άι μου Γιώρκη, προστάτη του χωρκού μου, χτες η Κατίνα, η γιεναίκα του μακαρίτη του Αντώνη του Κατσιολούδη, του γιου του Κουτσοπετρή τζιαι της Χρυσαππούς, η γιεναίκα του γνωστού σε ούλλους Πίστα, η κόρη των μακαρισμένων Κουμεττάρου τζιαι Χριστίνας, η αρφή της Πιερ-Πάουλας, του Κωσταντή τζιαι της Ιωάννας, η αρφή των μακαρισμένων Πέππου τζιαι Γιώρκου Σιαμπλαρά, η μάνα του Πέτρου, της Χριστίνας τζιαι της Χρυσούλλας, η μάνα του μακαρισμένου συνονόματου αδελφούλη μου Κουμέττου, τον οποίον δεν γνώρισα ποτέ, η Κατίνα η μάνα μου, η Πίστενα, ήρτεν τζιαμαί στην εκκλησιάν σου για τον ύστατον ποσσιαιρετισμόν, ήρτεν τζιαμαί στην εκκλησιάν σου, στην εκκλησιάν του χωρκού της, του Κορματζίτη της, για τον οποίον εθυσίασεν ακόμα τζιαι τα χρόνια της που θα είσσεν με τα παιθκιά της για χάρην του, ήρτεν τζιαμαί για να θαφτεί στον τόπον της, να γένει έναν με την γην της, ήρτεν τζιαμαί για να ποσσερετίσει, όμως, πρώτα τους συμπολεμιστές τζιαι συνοδοιπόρους της, τους εν ζωήν εγκλωβισμένους μας. Μαζίν επέρασαν πολλά, για τριανταπέντε εώς σήμερα χρόνια, τριανταπέντε χρόνια βαμμένα με το μαράζιν τζιαι με την ελπίδαν μιας λύσης, τριανταπέντε χρόνια ταλαιπωριών στα οδοφράγματα για να θωρκούνται με τα παιθκιά τους, τριανταπέντε χρόνια τζιαμαί, σαν τα πορρίζια αποκομμένοι τζι’ απομονωμένοι, αλλά μες στη γην τους, τζιαμαί θεματοφύλακες της Μαρωνιάς, να καρτερούν λευτερκάν για τον τόπον τζιαι διτζιαίωσιν του αγώνα τους, τζιαμαί στον λατρευτόν τους Κορματζίτην, τζιαμαί ριζωμένοι εώς τζιαι το κόκκαλον.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ

Ριζώσατε, εκεί, στον Κορμακίτη σας, αμετακίνητοι βράχοι,
γυρνώντας την πλάτη,
αγνοώντας σειρήνες,
φυλάγοντας Θερμοπύλες.
Χρεωθήκατε, αβίαστα, το μαρτυρικό φορτίο
και παραμείνατε, εκεί,
Ελεύθεροι Εγκλωβισμένοι,
ανώνυμοι προμαχούντες,
ηρωικοί κοινωνοί και μετέχοντες
στην ανεπανάληπτη ιστορική μέθεξη,
που επιφυλακτικά σάς προσκάλεσε
κι εσείς δηλώσατε, ανενδοίαστα, παρόντες!

Άι μου Γιώρκη, πιάσ' την μάναν μου που το σσέριν τζιαι πάρ' την τζιαι παρέδωσ' την στον Κύριον, τζιαι πε Του πως ήταν πιστή υπηρέτρια των παρατζελμάτων Του σε ούλλον της το βιος. Θαρκούμαι πως, ήδη, Τζιείνος ξεύρει την καλά τζιαι εννά την κρίνει δίκαια.

Μana, slamat mi l-kulitna fi l-kullon l-maytin şatna u pusinni l-yapati u l-xayti. (Μτφ.: Μητέρα, χαιρετίσματα από όλους μας σε όλους τους νεκρούς μας και φίλησέ μου τον πατέρα μου και τον αδελφό μου).

Αιωνία σου η μνήμη, μητέρα μου, και καλό σου ταξίδι.

Σε φιλώ, ο Κουμής σου!
29 Μαΐου 2009
στη μάνα μου († - 28/5/2009)

28 Μαΐου 2009.....
κι από τότε η άνοιξη, για μένα...............
τελειώνει τρεις μέρες, νωρίτερα....
μητέρα!

κουμΕττος κ.
(28/5/16 - 07:58, λευκωσία)
Λήδρα Πάλας/Πράσινη Γραμμή 
(Σεπτέμβριος, 1987)


Κράτησα -για πάντα- 
φυλαχτό στη μνήμη μου, μάνα...
το τελευταίο σου δάκρυ...... 
την ώρα τού δεύτερού μας αποχωρισμού.
Αττίλες -αυτήν τη φορά-
μας έκοψαν το λώρο.................

Κουμέττος Κατσιολούδης
(12/9/2008, Λευκωσία)


Σημείωση: Τα παιδιά των εγκλωβισμένων, όταν τελείωναν στα κατεχόμενα το δημοτικό σχολείο -σε ηλικία 12 ετών- αποχωρίζονταν τους γονείς τους, για να έρθουν στις ελεύθερες περιοχές και να συνεχίσουν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο.
Το ξέρατε.......
πως γεννήθηκα γυμνός;
Δίχως: 
όνομα, επίθετο,
ιθαγένεια, θρησκεία, πατρίδα.
Έκανε........
απ' ότι -κατόπιν- μου 'παν κρύο,
γι' αυτό με φάσκιωσαν.
Κι απ' εκεί... ξεκίνησαν όλα...

κουμΕττος κ.
(23/4/2008 - 07:45, λευκωσία)
ΟΜΦΑΛΙΟΣ ΛΩ//ΡΟΣ

Όταν γεννήθηκα, 
κανείς δε μου 'πε τι θα συναντούσα.
Σώπασαν -συνομωτικά- όλοι: 
o ιατρός, η νοσοκόμα, 
ο πατέρας μου, τ' αδέλφια μου,
οι θείοι μου, οι θείες μου,
οι παππούδες, οι γιαγιάδες.
Μονάχα, η μάνα μου είχε μια ειλικρινή σκιά
στο πρώτο της βλέμμα, σαν να μου 'λεγε:
"Στράφου πίσω, παιδί μου,
αυτός ο κόσμος δε σου αξίζει!".
Κοίταξα -ευτύς- τον ομφάλιο λώρο.
Δυστυχώς, μερίμνησαν και τον έκοψαν!

Kουμέττος Κατσιολούδης
(6/1/2007, Λευκωσία)
"ΑΛΤ! ΠΡΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟύΜΕΝΗ ΠΕΡΙΟΧή!"

έγραφε η πινακίδα
―και το σώμα σταμάτησε,
μα η ψυχή.......
αναλφάβητη..........

Κουμέττος Κ.
21/10/13 - 10:06 μ.μ
ΖΗΛΕύΕΙ Τ' ΑΗΔόΝΙ

Στον Δημήτρη Μητροπάνο ( †, 17/4/12)

Σ' άσπρο ξωκλήσι άναψα στη μνήμη σου καντήλι
κι ένα κερί αλώβητο από βροχές κι αγέρα˙ 
δάκρυ κυλά στο μάγουλο -σκουπίζει το μαντήλι-
μαύρη υψώνω του χαμού μεσίστια παντιέρα.

Ήσουν παιδί -ολόχρονα- μ' απλότητα στα χείλη,
μάσκα, ποτέ, δε φόραγες, σε κάποιους για ν' αρέσεις,
γνώριζες, μα κι εδιέκρινες: "Πολλοί στο παίζαν φίλοι!",
ούτε στιγμή δεν άντεχες σε σχέσεις, σαν αιρέσεις.

Άνανδρα μαχαιρώματα, δεν ήταν του κεφιού σου,
διάφανο κρίνο ήσουνα, ξεχείλιζες αλήθεια˙
ήταν απλοί οι άνθρωποι: αυτοί του σιναφιού σου,
γάλα μιας μάνας ήπιανε, που 'χε Ελλάδας στήθια.

Mάθημα σού παρέδωσε˙ θυμάσαι; O Ζαμπέτας.
Δάσκαλος με τα όλα του, που φάνταζε γονιός σου˙
ήτανε χρόνια δύσκολα: τα χρόνια τής κασέτας,
Άξιον Εστί το έργο σου κι ολάκερο το βιος σου.

Έντεχνο αίμα λαϊκό στις φλέβες σου κυλούσε,
μύριοι χορδών χρωματισμοί -ζηλεύει τ' αηδόνι-
ό,τι εσύ τραγούδαγες, ουδένας δεν τολμούσε,
ήξεραν πως η σύγκριση πληγώνει και ματώνει!

Κουμέττος Κ.
(17/4/2012, Λευκωσία)
Στα δύσκολα...........
ή θα πεις "Θεέ μου!" ή "μάνα μου!".....
το ίδιο κάνει!

κουμΕττος κ.
(8/5/16 - 16:27, λευκωσία)

- Ποια είναι η βασική διαφορά......
της Αγάπης και του Έρωτα, παππού μου;
- Η βασική διαφορά........
της Αγάπης και του Έρωτα, παιδί μου....
είναι πως η Αγάπη.........
λειτουργεί με κανόνες....
ενώ ο Έρωτας....... με κανόνια....

κουμΕττος κ.
(9/1/13 - 08:34, λευκωσία)
Εδώ και λίγες μέρες,
τo βράδυ... πριν να κοιμηθεί,
έβγαζε τα μάτια του
και τα 'βαζε, δίπλα, στο κομοδίνο
―κουράστηκε να βλέπει...
απραγματοποίητα όνειρα!

κουμΕττος κ.
(23/6/13 - 09:57, λευκωσία)
Πήρα χαρτί και μολύβι
κι άρχισα να σχεδιάζω την πεθαμένη μου μάνα.
Την έκανα, μόνο, χέρια.
Χέρια να με φροντίζουν. 
Τίποτ' άλλο, δε θυμάμαι.

κουμΕττος κ.
(2/2/14 - 9:22, λευκωσία)

Τη μάνα μου...
τη θάψαμε στον ίδιο τάφο......
με τον κύρη μου και τον αδελφό μου.
Την υποδέχτηκαν χαρούμενοι
―τόσα χρόνια είχαν να φάνε σπιτικό φαγητό......
κουμΕττος κ.
(28/5/14 -9:51, λευκωσία)
Την ώρα που, εγώ, πονούσα........
εσύ, χαμογελούσες.
Τώρα... που, εσύ, πονάς......
εγώ, δακρύζω
―αυτή είναι.... η μικρή μας διαφορά..........

κουμΕττος κ.
(10/9/13 - 17:05, λευκωσία)
Θυμάσ' εκείνο το φιλί,
που μού 'δωσες.........
εκείνο το δειλινό;
Το ίδιο βράδυ ανέβασε πυρετό
κι ως τα χαράματα πέθανε.
Τόσο αντέχουν..... 
τα ψεύτικα φιλιά.............

κουμΕττος κ.
(19/6/13 - 15:17, λευκωσία)
Eγώ,
δε σου υποσχέθηκα, ποτέ...
πως θα 'μαστε μαζί...........
για μια ζωή
―για τόσο λίγο τι να σ' έκανα!
κουμEττος κ.
(7/8/13 - 6:39 μ.μ, λευκωσία)
Για χρόνια πίστευα.........
πως οι άνθρωποι αλλάζουν.
Για χρόνια πίστευα........
πως η Γη είναι επίπεδη.

κουμΕττος κ.
(14/11/16 - 15:12, λευκωσία)
Προσδοκώ στο τίποτα!
Να μη μου λείπει.... τίποτα........

κουμΕττος κ.
(30/10/16 - 16:02, λευκωσία)
Και θυμόμαστε τους ήρωές μας,
μα το ερώτημα είναι............
αν αυτοί θέλουν να μας θυμούνται!

κουμΕττος κ.
(28/10/16 - 09:12, λευκωσία)
Εγώ, τη μάνα μου.....
δεν την φώναζα μάνα......
μανά, την φώναζα.
Όχι, πως είχε............
ιδιαίτερη σημασία ο τόνος.
Αυτή, μόλις άκουγε το μι ερχόταν.
Όπως και τώρα!
Χαμπάρι δεν πήρε πως πέθανε....

κουμΕττος κ.
(17/10/16 - 07:04, λευκωσία)
Για να είσαι μαζί μου...
χρειάζεται ν' αγαπήσεις,
εκτός από εμένα.....
και τον κόσμο μου!
Τι λες; Απόψε, πάμε θέατρο;

κουμΕττος κ.
(16/10/16 - 09:33, λευκωσία)
Να έχετε υπομονή μαζί τους.......
να τους συγχωράτε τα λάθη...
να τους αγαπάτε μ' όλην σας την καρδιά.
Οι γέροι... δεν είναι παρά......
ρυτιδωμένα παιδιά......

κουμΕττος κ.
(3/1/15 - 23:49, λευκωσία)
[...]
- Μα ποια ελευθερία σου;
Εννοείς η απόστασή σου............
από τους τοίχους τής φυλακής σου;

κουμΕττος κ.
(25/9/16 - 20:19, λευκωσία)
Ξεπουλάς το σώμα σου,
νομίζοντας πως παραμένει.....
ανέγγιχτη η ψυχή σου.
Ξεπουλάς την ψυχή σου,
νομίζοντας πως παραμένει...........
ανέγγιχτο το σώμα σου.
Βλάκα!

κουμΕττος κ.
(28/9/16 - 07:06, λευκωσία)
- Και οι δυσκολίες τής ζωής, παππού μου;
- Ξέρεις πόσο πιο γλυκιά είναι η ζάχαρη,
μετά το αλάτι, παιδί μου!

κουμΕττος κ.
(28/9/16 - 21:17, λευκωσία)
Μπαρκάρω για το ταξίδι μου....
κι ας μην έχει άνεμο.
Τραβάω κουπί.......
τραβάω κουπί, διάολε.
Αυτά τα γλειψίματα.....
και τες θυσίες στους θεούς.....
δεν τα πολυπάω.........

κουμΕττος κ.
(22/7/14 - 18:17, λευκωσία)
Κι ούριος να 'ν' ο άνεμος.....
εσύ, συνέχισε να κωπηλατάς!
Τίποτα, δεν έχει αξία...
αν δε βάλεις κι εσύ... το χεράκι σου...........

κουμΕττος κ.
(25/9/16 - 13:27, λευκωσία)
Κι επειδή νυχτώνει,
χωρίς τη συγκατάθεσή μας.......
δεν ευθυνόμαστε, εμείς......
για τους πρόσκαιρους έρωτες,
που θα προκύψουν.
Ουδείς, μας ρώτησε..........
ουδείς, γνοιάστηκε για το πώς......
θα παρηγορήσουμε στο σκοτάδι....
τη μοναξιά μας!

κουμΕττος κ.
(17/9/16 - 17:49, λευκωσία)
Κι εκεί...
που δεν την περιμένεις.........
νάσου η Αγάπη, 
ξαφΝΙΚΑ!

κουμΕττος κ.
(16/9/15 - 19:43, λευκωσία)
Γεωργός από κούνια!
Τον θυμάμαι...
λες και τον βλέπω μπροστά μου.
Πάντα, 
καταϊδρωμένος ήταν ο κύρης μου.
Έτοιμος, αν δε βρέξει...
να ποτίσει τα χωράφια του........

κουμΕττος κ.
(3/11/13 - 10:34, κορμακίτης)
Δεν είναι που μ' αγάπησες!
Είναι που μου ξαναθύμισες......
πόσο όμορφος........... είναι ο κόσμος.........

κουμΕττος κ.
(6/9/16 - 17:26, λευκωσία)
Υποκλίνομαι στις μάνες,
που μεγάλωσαν, μόνες τους, τα παιδιά τους.
Μα πιότερο υποκλίνομαι..........................
στα παιδιά τους!

κουμΕττος κ.
(14/9/16 - 22:49, λευκωσία)
Εκείνον τον Ιούλιο........
ξυπνήσαμε και φύγαμε άρον άρον.
Αφήσαμε ξέστρωτα τα κρεβάτια
και τα γιασεμιά απότιστα.
Κι ακόμη.... 
1972 άλλες εκκρεμότητες...

κουμΕττος κ.
(30/6/16 - 18:42, λευκωσία)

ΤΩΝ ΛΑΙΣΡΤΥΓόΝΩΝ ΟΙ ΜΑΤΙέΣ

Μες στο φθόνου τ' ανήλιαγα μέρη,
το κενό στοιχειώνει το νου.
Ψάχνει να βρει κι αυτό ένα ταίρι,
ν' αγκαλιάσει μ' αγάπη, παντού.

Στο ρυθμό της βροχής των Αιώνων,
ας χορεύουμε -πάντα- μαζί...
κι αν ματιές μάς κοιτούν Λαιστρυγόνων,
είναι διότις ο Έρωτας ζει!

Κι αν πλανήτες ζηλεύουν τον Ήλιο,
δεν τον νοιάζει˙ τους δίνει το φως.
Κι αν το ψέμα πολύ στην υφήλιο,
η αλήθεια νικά, ευτυχώς!

Κουμέττος Κατσιολούδης
(3/5/2013, Λευκωσία)
ΤΗΣ ΑΓάΠΗΣ Ο ΕΞάΝΤΑΣ...

Στα καφενεία... των ασίγαστων παθών,
θολά τα τζάμια μες σ' ανέσπερο χειμώνα
κ' οι εκπνοές μας, πια, ξεκούρδιστων χορδών,
στο μάτι είναι εμπορεύσιμου κυκλώνα.

Αν μ' αγαπήσεις, πιο πολύ... μη μου το πεις,
ο κόσμος, όλος, μιας στιγμής το κοίταγμά σου,
σου το δηλώνω -δια χειρός- υποταγής,
για να 'χω, έστω, φαντασίας άγγιγμά σου.

Τα τρένα φεύγουν σε σταθμό της Αττικής
κ' η Πίνδος στέκει μες σε νύχτες τυλιγμένη,
εφημερεύει μες σε ψύχρες Αρκτικής
κ' οι εποχές μας... παίχτες είναι πουλημένοι.

Οι φυλακές μας σ' εκπομπές ερτζιανές,
που μας ταΐζουν νοθευμένες τες ειδήσεις
κι εμείς με φάτσες, που θωρούν στο αχανές,
μασάμε βίρα, σωρηδόν, τες ψευδαισθήσεις.

Κοντά μου, έλα, να συνθλίψουμε το χθες,
τες σάπιες πλάνες να διαλύσουμε, για πάντα...
και των ονείρων να μετρήσουμε γωνιές,
με των καρδιών μας... τον αλάθευτο εξάντα.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(19-11-2013, Λευκωσία)
ΑΝΑΜάΡΤΗΤΗ ΜΗΛΙά

Σ' άδειο σώμα ξενυχτώ, δίχ' αντρέσα κι αριθμό˙
η σιγή μου αλυχτά, κλαίει μ' αναφιλητά.
Έξω μπόχα -μια βρωμιά- ώρα σήμανε "μηδέν",
ο καθείς εξουσιαστής ίδιας μάσας το ρεφρέν.

Ακραιφνώς, ο ουρανός˙ έναστρος, πριν γαλανός,
της σοφίας του ηχεί τη δικιά της εκδοχή:
"Όπου λύκους -αν θα δεις- κάπου 'κεί κοντά θα βρεις
κ' υποτέλειας αρνιά, να ριγούν στην καταχνιά!".

Στα λιβάδια της φυγής˙ οι ανέμοι αληγείς,
σπρώχνουν Ήλιο προς δυσμάς, καρτερεί ο Παναμάς,
να ωθήσει τη ζωή πάλι στην ανατολή,
για ν' ανθίσουν οι ευχές στης ψυχής τις απαρχές.

Πλώρη βάζω για το χθες, σ' αναμνήσεις παιδικές˙
σ' αναμάρτητη μηλιά, η καρδιά μου συναντά:
τ' όνειρό της –το αγνό˙ τ' αντικρίζει, γονατά.
Ταπεινά, το προσκυνά, τη συγχώρεση ζητά.

Μα εκείνο -με στοργή- της μπαλώνει την πληγή,
μες στα μάτια την κοιτά και μ' αγάπη της μιλά:
"Γύρνα πίσω, μη λυγάς! Την αλήθεια σου, ν' ακούς˙
έτσι, θα 'χεις ευωδιές σε δυσώδεις ατραπούς!".

Κουμέττος Κατσιολούδης
(20/2/2013, Λευκωσία)
Η ΠΕΤΡΑ ΤΗΣ ΓΕΣΘΗΜΑΝΗΣ
Στης Γεσθημανής τον κήπο
κάνε να ’μουνα, Θεέ μου,
κάνε να ’μουνα η πέτρα,
που γονάτισες, Χριστέ μου.
Ν’ άκουγα την προσευχή Σου,
πριν να πάρεις το φιλί Σου
και να έπεφτε το αίμα,
σαν ιδρώτας Σου σ’ εμένα.
Να ‘μουνα εγώ, μακάρι, στης Γεσθημανής τον κήπο,
να ‘μουνα εγώ η πέτρα, ν’ άκουγα καρδιάς Σου χτύπο,
ν’ άκουγα την προσευχή Σου, τη θεάνθρωπη ευχή Σου˙
ν’ άκουγα από τον Κύριον: ‘’Παρελθέτω το ποτήριον!’’
Στης Γεσθημανής τον κήπο
κάνε να ’μουνα, Θεέ μου,
κάνε να ’μουνα η πέτρα,
που γονάτισες, Χριστέ μου.
Να ’νιωθα την αγωνία,
τον ανείπωτό Σου πόνο,
σαν εγκόλπιζες εντός Σου
δύο φύσεις σ’ ίδιο χρόνο.
Ποίηση: Κουμέττος Κατσιολούδης
Μουσική/Ερμηνεία: Πάτερ Ιωσήφ Σκέντερ