Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΒΟΡΤΑ* ΨΥΧΗΣ

Χαμένη μες στα κάλλη σου, φαντάζεις Ατλαντίδα,
εκκρίνεις ματαιότητα, που όμοια της δεν είδα˙
πουλιέσαι στον καθρέφτη σου, σαν τον κοιτάς με δέος,
σε βλέπω˙ νιώθεις πως φοράς της δόξας μέγα κλέος.

Μανάδες ρούχα στύβουνε, εντός τους ζάλη φέρνουν,
οι γεωργοί τα χώματα φθινόπωρο τα σπέρνουν,
στην Κίνα σχιστομάτηδες μασάνε άσπρο ρύζι,
ο τσέλιγκας στη στάνη τους τα γίδια του μαντρίζει.

Στα μάτια σου ποντίστηκαν δεκάδες, λέγεις, στόλοι,
ανέραστοι, δες, στέκουνται, προσμένουνε οι μόλοι.
Σκεπάσ' το Σώμα, μη ριγά, η ψύχρα κι αν εφάνη,
σε λίγους μήνες θα φοράς, μαγιάτικο στεφάνι.

Δακρύζουνε οι εποχές, το άλγος να ιάνουν,
αχτίδες να 'ρθουνε χαράς, ημέρες να θερμάνουν.
Αθήνας το επίνειο; Λογιέσαι 'σύ, Περαία;
Ο Ηρακλής θανάτωσε την Ύδρα την Λερναία.

Γητεύεις με την όψη σου γι' αγάπη την αφή μου,
αν δε γεννούσες κι έρωτα θα ήσουν αδελφή μου,
χαζεύω το κορμάκι σου, που μοιάζει με λαμπάδα˙
Λες να 'ρθω στο μπαλκόνι σου το βράδυ για καντάδα;

Τα σύννεφα πυκνώσανε, μαζεύουν βροχονέρι,
η αστραπή με κεραυνό κρατάνε χέρι-χέρι,
η πέρδικα εκρύφτηκε σε ρίζες θάμνων βάθη,
το κόσκινο διαχώρισε απ' τα σωστά τα λάθη.

Πυκνό το βλέμμα σου θωρώ, χωρίς εισόδου πόρτα,
βαπόρι, στρίβει η ψυχή, ολόσωμη, σε βόρτα,
γι' αυτό ποτέ μην καρτερείς, για σένα 'γώ δεν κάνω,
σε τσόχα που δεν πόνταρα, δεν κόπτομαι αν χάνω.

*βόρτα, η: ιταλ. volta: ανάπρωρη αλλαγή πορείας ιστιοφόρου

Κουμέττος Κατσιολούδης
(23/11/2011, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου