Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΑΝΕΠΟΥΛΩΤΟ ΜΙΑΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Λεπτά στις ώρες προσμετρώ, οι μέρες θρέφουν μήνες, 
αλάργα σου, στ' ομολογώ, σαν ένα ψάρι μοιάζω,
που έξω είν' απ' το νερό -χωρίς πνοή τρομάζω-
γυμνές αλήθειες με κοιτούν˙ τριγύρω τους αισχύνες.

Γυρνώ στην Aπουσία σου, ζητώντας της συγγνώμη,
ακόμη κι αν δεν έφταιξα... δεν ξέρω, δε με νοιάζει,
να ήταν να ερχόσουνα με το γλυκό σου νάζι,
στο πάθος μας θα λύγιζαν μυαλών οι κούφιοι νόμοι.

Συμμάζεψα κομμάτια μου τον κλώνο σου να φτιάξω,
το κάθε μου το κύτταρο δικό σου έχει κάτι,
τι κι αν ο Ήλιος, πρώτιστα, θωρεί το Kiribati,
για χάρη σου θα μπόραγα τα πάντα να τ' αλλάξω.

Ληθόπνοο κι ανήλιαγο το κέλυφος τής σκέψης,
Σειρήνες το κερμάτισαν -για δες τον Έρωτά μου-
αχ, να 'ξερες, αγάπη μου, πως στ' αφανέρωτά μου,
ολονυχτίς, σε καρτερώ αυγή να επιστρέψεις.

Ν' ανέτελλες ξημέρωμα μες στη δικιά μ' αγκάλη,
το φως μου θα το έδινα γι' αντίτιμο: φιλί σου,
ο πόθος μου θα έστηνε τυφλών χορό μαζί σου˙
τα χέρια μου, ψηλαφιστά, θα λέγαν: "Δεν είν' άλλη!".

Koυμέττος Κ.
(7-4-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου