Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΑΛΟΓΟ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ

Μες σε πεδιάδες τής φυγής σαλτάρουμε μαζί του,
τις κρύες νύχτες σ' όνειρα γυρνάμε: χθες και τ' αύριο˙ 
της τύχης πέταλο θωρώ -το ύφος του μακάριο-
που το φιλά γανωματάς σ' υπαίθριο μαγαζί του.

Ηώιππε, τετράποδε, ποιος σ' έχει ημερώσει;
Ανήμερα Κατακλυσμού˙ τον Νώε, τον θυμάσαι;
Αυτόνε να ευγνωμονείς˙ Ηρώδη, πάψε, σκάσε!
Με έφιππους ως δυο χρονών παιδιά είχες σκοτώσει.

Αλήθεια, ποιος δεν έψαξε στον ουρανό τ' Αστέρι;
Eκείνο, λέω, Βηθλεέμ, π' οδήγαγε κοντά Του:
Σ' Ιησού -της πλάσης Βασιλιά- τον αχυρένι' οντά Του.
Οι μάγοι; Νάτοι, Παναγιά! Για άπλωσ' τους το χέρι.

Ο Βουκεφάλας σκιάχτηκε, σαν είδε τη σκιά του,
τα "θέλω" είν' αδάμαστα, Αλέξανδρέ μου, ξέρεις!
Στα μάτια δες τα πάθη σου, αλλιώς θα υποφέρεις,
κατέκτησε το "είναι" σου κι αγάπα την καρδιά σου.

Το άλογο τής μοναξιάς ιππεύει καβαλάρης,
σε όλους μοιάζει -φατσικώς- εδώ, σ' αυτήν τη ζήση,
οι πάντες το 'χουμε φορές δεκάδες καβαλήσει˙
αν δεις σε άτι κάποιονε, ποτέ μην τον σνομπάρεις.

Κουμέττος Κ.
(9-6-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου