Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

BAΡΚΟΥΛΑ

Βαρκούλα παίζει στο γιαλό
με τον αφρό παιχνίδι,
απ' τον βυθό χαμογελάν
το μύδι και το στρείδι,

μαΐστρος κωπηλάτης της,
δυο γλάροι τα κουπιά της,
ο Ήλιος με αχτίδες του
στολίζει τα μαλλιά της.

Η θάλασσα -η μάνα της-
κι ο ουρανός ο κύρης,
αχ, να 'μουν στο πηδάλιο της
μικρός καραβοκύρης,

για τσάρκες μες στα πέλαγα,
σεργιάνι μες στο κύμα˙
ψυχή μου, πόσο θα 'θελα,
να σ' αρμενίζω πρύμα.

Γοργόνα, να σ’ αντάμωνα,
Θησέα κι Αμφιτρίτη˙
τον Ποσειδώνα, τον Cousteau,
Νηρέα κι Αφροδίτη.

Βαρκούλα, να με θυμηθείς˙
μη μου μπαρκάρεις μόνη,
μπας το γαλάζιο σου χαλί
αρχίσει να θυμώνει.

Βαρκούλα, στην αγκάλη σου
τα όνειρά μου πάρε
κι εσύ το φως σου δώσε μας,
καλέ σοφέ μου Φάρε˙

Σελήνη, τ' άστρα μάζεψε,
να γίνουμε παρέα,
τρελλό χορό να στήσουμε
μαζί με τη marea.

Koυμέττος Κ.
(10/10/2011, Λευκωσία)

ΥΑ LUBNAN! (Ω ΛΙΒΑΝΕ!) (ΟH LEBANON!)

"...because with each language that dies dies a picture of humanity!"
(Nobel prize winner, Octavio Paz)

Caney kişcu moδcey xtir
(Tα μάτια μου είδαν τόπους πολλούς)
( My eyes have seen many places)
ma pşiklak ma kişcu axar,
(μα σαν κι εσένα δεν είδαν άλλον,)
(but like you have seen no other,)
ta lu arkca mi l-Rabi xusn,
(που έχει τόση από το Θεό ομορφιά,)
( with such godly beauty,)
l-softaşice, l-layl, l-saxxar.
(το απόγευμα, το βράδυ, το χάραμα.)
(in the afternoon, at dusk, at dawn.)

L-sayf jit, ye, jit u kşacatak
(Το καλοκαίρι ήρθα, ναι, ήρθα και σε είδα)
(In the summer I arrived, yes, I came to see you)
te l-kalpi savayt xatra,
(της καρδιάς μου έκανα το χατήρι,)
(my hearts wish I granted,)
ruxt fi l-Anaya u fi l-Beirut,
(πήγα και στην Ανάγια και στη Βηρυτό,)
(I travelled to Anayia and to Beirut,)
θkatist fi l-Xarisa l-Catra.
(λειτουργήθηκα στη Χαρίσα την Παναγία.)
(attended mass at the Holy Mother of Harisa.)


Ya Lubnan pxupak, ya Lubnan pxupak, pxupak dor,
(Ω Λίβανε, σ΄ αγαπάω, Ω Λίβανε, σ' αγαπάω, σ' αγαπάω πρόσεχε,)
(Oh Lebanon, I love you, Oh Lebanon I love you, I love you take care,)
ya Lubnan pxupak, pacaref kaes aş pitjor,
(Ω Λίβανε, σ' αγαπάω, ξέρω καλά τι τραβάς,)
(Oh Lebanon, I love you, I know your struggle well,)
ya Lubnan pxupak u mi l-cişti pxottak, pxottak mixxok,
(Ω Λίβανε, σ' αγαπάω και από τη ζωή μου σε βάζω, σε βάζω από πάνω,)
(Oh Lebanon, I love you and place you, place you above my own life,)
ya Lubnan pxupak, smaca l-kalpi, pşanak, pşanak pitok!
(Ω Λίβανε, σ' αγαπάω, άκου την καρδιά μου, για σένα, για σένα χτυπάει!)
(Oh Lebanon, I love you, listen to my heart, for you, for you it beats!)


Psalli tatsur xpir, xpir pşik ta kund,
(Προσεύχομαι να γίνεις μεγάλος, μεγάλος όπως ήσουν,)
(I pray you become great, great as you once were,)
teyşkruk kullon ta ind exen
(να σε παινεύουν όλοι που είσαι ένας)
(so that all may praise you as one)
u tatrux kullu, kullu kindam,
(και να πηγαίνεις όλο, όλο μπροστά,)
(so that you may always move forward,)
ta la tattipsca şivexen.
(να μην φοβάσαι κανέναν.)
(and fear no one.)

U naxni ttanji tannakşacak,
(Και εμείς θα ερχόμαστε να σε βλέπουμε,)
(And we will always come and see you,)
ttanjipillak u l-ulatna,
(θα σου φέρνουμε και τα παιδιά μας,)
(we will be bringing you our children,)
pşan teytcalmu mnayn jina
(για να μάθουν από πού ήρθαμε,)
(so that they can learn from whence we all descended,)
naxni u l-maydin şatna.
(εμείς και οι νεκροί οι δικοί μας.)
( us and our departed.)

Singer: Juliana Bou/Mansour
Composer: Demetris Costantinou
Lyrics: Koumettos Katsioloudis
ΜΠάΣΤΑΡΔΗ ΗΘΙΚή

Ανάπηρες θωρώ ψυχές -αδιάφορες- πατέρα,
τα όνειρά τους θρύψαλα, σπαράλια έχουν γίνει,
βούρκος, σκοτάδι... έπνιξε η νύχτα την ημέρα,
ελπίδα πάει στέρεψε απ' της ζωής την κρήνη.

Τα χείλια μας, πισθάγκωνα... τα έχουν φυλακίσει,
στα κυπαρίσια η σκιά, μονάχα, μας λυπάται,
να ο αγέρας, έντρομος, που τρέχει ν' αφυπνίσει,
αν έχει ένα κύτταρο, που σ' ύπνο δεν κοιμάται.

Tης θράκας ξέπνοη βολή με φόλα μάς ταΐζουν,
εντός μας να 'χουμε ντροπή, παπούτσια να κοιτάμε,
της περηφάνιας μας φτερά με μένος ξιφτερίζουν
κι εμείς ατάραχοι, γυμνοί... νεκροί; δεν αντιδράμε!

Ανάπηρες θωρώ ψυχές -αδιάφορες- πατέρα,
τα ψεύδη αποδέχονται, στο χέρι τους αργύρια,
το μεσονύχτι έφτασε, χωρίς την καλησπέρα,
η ηθική μας μπάσταρδη, προϊόν για πανηγύρια.

Koυμέττος Κ.
(14/2/2009, Λευκωσία)
ΑΠΥΘΜΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Τις εποχές αλώνισα να εύρω τη μορφή σου,
η Μοίρα μας γεννήθηκε γυμνή, χωρίς ψαλτήρι,
σαν γένεις όρος, δείξε μου: της έκστασης κορφή σου˙ 
τα χείλια μας αρμέγουνε φιλιά σε πατητήρι.

Σεντέφια είν' τα μάτια σου, οάσεις της ερήμου,
η νύχτα στέκει ξάστερη, το κάλλος τους θαυμάζει,
λαδώνεις με το σάλιο σου το άγονο κορμί μου,
με λούζεις φως, ανέσπερο, με το γλυκό σου νάζι.

Τα χέρια σου, παράφορα, ποθώ να με αγγίζουν,
το κάθε αποτύπωμα φυλάγω μες στη μνήμη,
τα χάδια τους: ροδόσταγμα, τα έσω μου ραντίζουν,
tattoo σου -πόθο σέρτικο- μου χάραξαν στην κνήμη.

Ασύστολα τα βράδια μας, κυρτώνουν τες ψυχές μας,
οπλές μας θρυμματίζουνε βαφές/μπογιές στους τοίχους,
αγρίμι ανυπότακτο μετρά τες αντοχές μας,
ο Verdi στο γραμμόφωνο καλύπτει άλλους ήχους.

Μπορεί να μην το ξεύρουμε το μέλλον τι μας κρύβει
(το αύριο ανήμπορο: να πει, ν' αποκαλύψει˙
τα χέρια του, σαν Πόντιος Πιλάτος, πλένει/νίβει),
μα στο παρόν τες σάρκες μας, καλά, έχουμε στύψει.

Απύθμενος ο έρωτας, πηγάδι δίχως πάτο,
στενάζουνε τα σώματα, αντάμα σαν δεν είναι,
σημάδι τύχης τράπουλας, θωρείς, μου δείχνεις: νάτο,
για πάντα στην αγκάλη μου, αν θες, μου λέγεις μείνε.

Κουμέττος Κ.
(17-9-2011, Λευκωσία)
ΟΙ άΝΘΡΩΠΟΙ ΞΕΧάΣΤΗΚΑΝ
Οι άνθρωποι ξεχάστηκαν,
ποιοι είναι δε θυμούνται,
στον ήλιο, νύχτα... λιάζουνται, 
τη μέρα τη φοβούνται.
Στο χθες τα χέρια 'πλώνουνε
-απούσα η γενιά τους-
στο μέλλον την παλάμη τους...
τη φτύνουν τα παιδιά τους.
Οι άνθρωποι ξεχάστηκαν,
ταυτότητα δεν έχουν,
τα πόδια τους ξαφνιάστηκαν,
δεν ξέρουν γιατί τρέχουν.
Στα πράσα -πάλι- πιάστηκαν...
ικέτες μπρος στο αύριο,
απ' την Αθήνα βρέθηκαν
στο Θορικό στο Λαύριο.
Οι άνθρωποι ξεχάστηκαν...
και χάσανε το δρόμο,
με όνειρα -ανώφελα-
ποδοπατούν το νόμο.
Το ήθος τους ανήθικο,
παιδεία την αρνιούνται,
μονάχα, ένα ξέρουνε...
σαν ζώα να γαμιούνται!
Κουμέττος Κ.
(15/5/2009, Λευκωσία)
GRAZY HORSE

Στον δάσκαλο/μαρκόνη Νίκο Καββαδία

Τα φώτα αναβόσβηναν ομπρός στη γαλαρία,
το άλογο περήφανο στεκότανε στα δυο,
βαρύτητα ασήκωτη -συνθλίβει καρχαρία-
χορεύτριες πρωταντίκριζες, σαν έπιανες βυθό.

Στο στύλο λυκνιζόντουσαν σε κόκκινη ανταύγεια,
whiskey, vodka μύριζες... ζεστό, γλυκό κορμί,
ο χώρος είχε μια θωριά, σαν βαποριών ναυάγια,
κοπέλες σε ποθούσανε σε -δήθεν- μια στιγμή.

Τσιγάρα Silk Cut κάπνιζαν κι ο πόθος εριγούσε,
champagne δίπλα άνοιγε -διαμιάς- ασφαλιστής,
στρατιώτης πίσω στη γωνιά τις λίρες του μετρούσε,
το χρήμα σάρκας κόλακας, κατόπιν, σαδιστής.

Τα πόδια σου προσκύναγαν με papillon γκαρσόνια,
τα χέρια τους ετρίβανε, σαν κέρναγες ποτά,
Σειρήνες μες στα μάτια τους, με δόλια συμπόνοια,
πουκάμισα φορούσανε λευκά, χειριδωτά.

Η μια κοπέλα έφευγε... επόμενη ερχόταν.
Ηi, where are you from? Κοινώς τις ερωτούν.
Αλισβερίσι άρχιζε.... τιμής για αν και όταν,
για χάδια άντρες σώματα, στυγνά, πλειοδοτούν.

Μαρία στα δεκαεννιά, Νατάσα στα 'κοστρία,
σαν πέτρα γύρω η καρδιά, μη νιώθουν, μην πονούν.
Κι αν κάπου είχαν φαμελιά, που 'χε γι' αυτές λατρεία,
αυτά μες στα υπόγεια... ολίγον συγκινούν.

Τα Σπίτια, mujeres, Números... θυμάσαι, Καββαδία;
Ξεφτιλισμένα cabaret μ' αλλότρια ευωδιά,
του έρωτα Λαδάδικα, μ' εκπτώσεις στα αιδοία,
απ' έξω λούστροι παπουτσιών: αγνά, φτωχά παιδιά.

Κουμέττος Κ.
(30/6/2007, Λευκωσία)
ΚΑΛή ΑΝΤάΜΩΣΗ...

Επί ματαίω καρτερούν στημόνια για υφάδια,
σαν πόθοι ανεκπλήρωτοι, που σώμα δεν θα νιώσουν˙
αδιάκοπα, δακρύζουνε με δίχως χέρια... χάδια,
ανήμπορα δηλώνουνε τα λάθη να μπαλώσουν.

Καρδιάς μου έσω φυλαχτό; Πως μ' έχεις αγαπήσει!
Στα μάτια μου π' ορφάνεψαν, οι κόρες είναι στείρες,
η Πηνελόπη προσδοκά... πριχού ελπίδα δύσει,
υιός τού Λαέρτη να φανεί, να διώξει τους μνηστήρες.

Στην Ουρ -πατρίδα τού Αβραάμ- στον Τίγρη, στον Ευφράτη,
Σουμέριοι σ’ εκόσμησαν με όστρεο, σεντέφι,
το κάλλος σου εθαύμασε και της Σουμπάτ το μάτι˙
του Νάννα ταύρος φτερωτός διασχίζει μαύρα νέφη.

Βαρύ φορτίο κουβαλά με όσα δεν σου είπα,
αμέτρητα τα όνειρα, που λάξευα για σένα˙
για έλα, Φεγγαρένια μου, στην πόρτα μου και χτύπα,
ναυάγιο είμαι στη στεριά, μην ψάχνεις σε πυθμένα.

Αντίλαλος τού έρωτα μού στέλνει το φιλί σου,
τυφλός, εγώ, το ψιλαφώ... Θωμάς κρυφογελάει˙
αχ, ν' άγγιζα το μάγουλο -το τριανταφυλλί σου-
σαν Διόνυσος θα φάνταζα, που με κρασί μεθάει.

Καλή αντάμωση, λοιπόν! Το ξεύρεις, θα βρεθούμε!
Λειψές θα 'ν' οι αγκάλες μας, χωρίς η μια την άλλη˙
για χρόνια... λίγα ή πολλά στην πλάση αν χαθούμε,
στο περιγιάλι -το γνωστό- θ' αγκαλιαστούμε πάλι.

Κουμέττος Κ.
(18/2/2012, Λευκωσία)
ΠΥΡΟΦΑΝΙ

Mε πυροφάνι ψάρευα˙ καμάκι η ματιά μου,
εσύ χταπόδι στη νυχτιά, μες σε ρηχά νερά,
όταν σε βρήκα -κάρφωσα- μαζί με τα φιλιά μου,
τα πόδια σου/πλοκάμια σου μ' αρπάξανε γερά.

Με έσφιξες επάνω σου, σαν μέγγενη μη φύγω,
ωσότου πέσουν τ' ουρανού τ' αστέρια αγκαλιά,
ήταν το "θέλω" σου κοντά -μου είπες: "κράτα λίγο"-
τα δάκτυλά σου, σαν χτενιά, στα λίγα μου μαλλιά.

Κρατήρες μες σε ίριδες: της Αίτνας, δίπλα Θήρας,
τα βλέφαρά σου, γύρω τους, καλντέρας πινελιά,
αντιλαλεί βρυγμού αχός, μ' αφρό λυκίσκου μπύρας,
σεισμός, ωσάν εκρήγνυσαι, τρομάζει την οχιά.

Μελάνι εκσφενδόνιζες, μα ‘γώ μακριά δεν τρέχω,
η φλόγα σου ερωτική -λυχνάρι στη ρωγμή-
σκύβω˙ του Freyd ζωγραφιά, την βλέπω, δεν αντέχω,
σκαντάγιο γίνουμαι στεριάς, η γλώσσα μου αιχμή.

Η Πούλια κατραμόθολο φωτίζει για να ζήσει,
το σώμα της -σαν μας θωρεί- λαλεί: "ζηλοτυπώ",
ένα κορμί πώς καρτερεί, να 'ρθει να της χαρίσει,
μια πρόσκαιρη, υγρή χαρά, σε χρόνο χαλεπό.

Κουμέττος Κ.
(30/5/2010, Λευκωσία)
ΒΑΦΤΙΣΜΑ: ΓΥΝΑΙΚΑ!

Στον "δάσκαλο"/μαρκόνη Νίκο Καββαδία

Λυσσά η Μοίρα που σ' εβάφτισα γυναίκα,
την παρθενιά σου την πετσόκοψα, για δες την,
παίζει οχτάμπαλο η Πούλια με μια στέκα,
την τρύπα μαύρης χρησμοδότησε και βρες την.

Σαλάχι σπέρνει δάκρυ σ' ωκεάνεια βένθη,
στεριά κι αν πόθησε, δεν άγγιξε, Θεέ μου,
βρέχ' η ελπίδα του σταγόνες μαύρα πένθη,
μια μετενσάρκωση για δώσε του, λωτέ μου.

Το αίμα ρέει προς το Δέλτα της Αιγύπτου,
στην Πυραμίδα: Φαραώ σε σαρκοφάγο,
πάρε στη χούφτα σου τον πόνο σου και νίφτου,
υμένες σπάζουν, σωρηδόν, στο Σαντιάγο.

Γυναίκα, πόθο τάχθηκες, γλυκά, να σφάζεις,
σ' Ινδία μέχρι Ρώμη, μα και Νέα Υόρκη,
μέσα στον κόλπο σου φουρτούνες τις δαμάζεις,
για σε προδόθηκαν μυριάδες τόνοι όρκοι.

Σφιχτά δεμένος στων ορμών την προκυμαία,
σαν Προμηθέας, δέσμιος βράχων τού Καυκάσου,
κάθε πρωί μού ξεγεννάει, στείρα μαία:
σκληρή ανάγκη να 'μαι μες στα ηβικά σου.

Koυμέττος Κατσιολούδης
(16-9-2011, Λευκωσία)
ΑΪ-ΣΙΧΤίΡ
Ασύμβατος γεννήθηκα...
με όλα σας τα πρέπει,
δηλώνω ανυπόταχτος
σε κίβδηλα λογάκια,
τον Όμηρο δε θαύμασα
κι ας διάβασα τα έπη˙
χεσμένα έχω της ζωής
τ' ανδρείκελα/μαγκάκια.
Το αίμα μου το νέρωσα...
υπόχρεος μη νιώθω,
το σόι μου τ' αρνήθηκα,
μη μου πουλάει πλάνη˙
με την καρδιά/πυξίδα μου
σκαρτάρησα το νόθο.
Καρφάκι δε μου καίγεται...
αν με λαλούν τσογλάνι!
Η μούρη μου, ατίθασα...
εισπνέει μες στη ζήση,
οι ρόζοι στις παλάμες μου:
χαλίκια τής ψυχής μου.
Για όσους με κατηγορούν...
στεντόρια έχω στύση,
παρέα μ' έν' Αϊ-σιχτίρ˙
η προίκα τής ευχής μου.
Δε θα γενώ ρεντίκολο...
σε ρόλους δυο γελοίων:
σαλίγκαρου και κόλακα,
για χάρην απληστίας.
Κεράκια τα σιχαίνομαι...
σε τούρτες γενεθλίων˙
ευθύνη μου δεν ξεπουλώ...
για λήψη αμνηστίας.
Λησμόνησα τις ρίζες μου,
προγόνους μου στο χώμα˙
αλύπητα, διέγραψα...
το χθες μου μην πονάω.
Τα χείλη σου, αγάπη μου...
που τα φιλώ σε στρώμα,
αυτά, μονάχα, άφησα...
αυτά για ν' αγαπάω!
Κουμέττος Κατσιολούδης
(26/4/2012, Λευκωσία)
ΘΕΛΩ ΝΑ 'ΡΘΩ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΧΑΡΑΞΕΙ!
Θέλω να 'ρθω μια μέρα πριν χαράξει,
μες στ’ όνειρό σου, πριν την αυγή να μπω
και μέσα 'κεί, γλυκά, να σε κοιτάζω, 
σα θα σου λέω το πόσο σ’ αγαπώ!
Θέλω να 'ρθω μια μέρα πριν χαράξει,
προτού ξυπνήσεις και δε μ' αγαπάς,
πριν να φανεί ο ήλιος για να τάξει...
καινούριο έρωτα, που στέρησε σ' εμάς.
Θέλω να 'ρθω μια μέρα πριν χαράξει,
για να σου πω όσα δε σου ’χω πει
κι όταν το φως θα έρθει και φωνάξει,
εγώ, σαν κλέφτης θα φύγω στη σιωπή.
Θέλω να 'ρθω μια μέρα πριν χαράξει,
να σου χτενίσω με χάδια τα μαλλιά
και σαν παιδί, που το ’χουνε τρομάξει,
να σε κρατώ, σφιχτά, στην αγκαλιά.
Θέλω να 'ρθω μια μέρα πριν χαράξει
κι όπως κοιμάσαι σ’ ανήλιαγο βυθό...
ένα φιλί στα χείλη σου να δώσω,
να το θυμάσαι απ' όλα... πιο γλυκό.
κoυμΕττος κ.
(14/9/2010 - 18:00, λευκωσία)
ΜΟΥ 'ΠΕΣ ΘΑ 'ΡΘΕΙΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ!

Μου 'πες θα 'ρθεις μια μέρα φθινοπώρου
κι ήμουν, εκεί, στων τρένων τον σταθμό,
φύσαγε αγέρας, σαν μια φωνή τενόρου,
που μελωδούσε σ' απάχικο ρυθμό.

Μου 'πες θα 'ρθεις μια μέρα φθινοπώρου
κι ήμουν, εκεί, για να σε καρτερώ,
είδα καπνό, για με χαράς... σαν δώρου,
που το ανέμενα, μέσα μου, καιρό.

Μου 'πες θα 'ρθεις μια μέρα φθινοπώρου
κι ήμουν, εκεί, στις ράγες, σαν τυφλός,
που προσδοκούσε, σαν έμβρυο ενός σπόρου,
μπας και φυτρώσει, για να ιδεί το φως.

Μου 'πες θα 'ρθεις μια μέρα φθινοπώρου
κι ήμουν, εκεί, σαν έφτασε ο συρμός,
πέρασαν, όλοι, στο μέσα άλλου χώρου,
μα 'γώ λειψός, ατάραχος, σκυφτός.

Μου 'πες θα 'ρθεις μια μέρα φθινοπώρου
κι ήμουν, εκεί, μα έλειπες, εσύ,
τώρα, πληρώνω και επιτόκια φόρου,
βάλσαμο βάζω να κλείσει η πληγή.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(16-9-2010, Λευκωσία)
ΑΧ, ΝΑ 'ΣΟΥΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙ!
Θλίβεται η αγκάλη μου,
πονά που σ' έχει χάσει,
η θάλασσα βουβάθηκε, 
μαράζωσε η πλάση,
λουλούδια δε μυρίζουνε,
ξεράνθηκαν τα δάση,
Νέα Σελήνη κρύφτηκε
στη σκοτεινή της φάση.
Θάνατος είν' ο χωρισμός,
πολύ βαθιά πληγώνει,
μακάρι να 'σουνα πουλί,
αχ, να 'σουν χελιδόνι,
φθινόπωρο να έφευγες,
προτού να 'ρχόταν χιόνι
κι άνοιξη, σαν επέστρεφες,
καρδιάς ν' ανθίζαν κλώνοι.
Άνυδρα χείλια καρτερούν
μια στάλα πρωτοβρόχι,
το δάκρυ πάει, στέρεψε,
απ' των ματιών την κόγχη,
ελπίδας σβήσανε κεριά,
στημένα σ' αμμοδόχη,
ψέμ' απαντώ σ' όσους ρωτούν:
- Tην αγαπάεις;
- Όχι!
Koυμέττος Κ.
(21-3-2012, Λευκωσία)
ΣΑΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙ, ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ!
Κυκλάμινα μαράνθηκαν˙
μόν' ο βοριάς το ξέρει,
πως οι καρδιές ξεράνθηκαν 
μες στο ψυχρό αγέρι.
Αυχμός τυλίγει τα φιλιά...
η πόρτα σαν ανοίγει,
η αποξένωση θηλιά,
τον έρωτα τον πνίγει.
Η νύχτα στην αστροφεγγιά
χαρίζει τη σκιά της,
να λάμπει, έστω, μια ουγκιά,
ν' ανθίζει η θωριά της.
Πουλιά, ψηλά, σχοινοβατούν...
ο ουρανός τα θρέφει,
με τα φτερά κωπηλατούν
μες στης ψυχής τα νέφη.
Αγάπη κι αν σου έδωσα,
δεν τηνε θέλω πίσω,
σαν χελιδόνι, μάτια μου,
μακριά, θ' αποδημήσω...
πέρα, σε τόπους μακρινούς...
αλάργα, από σένα...
βάλσαμο είναι χωρισμού,
αγάπη μου, τα ξένα.
Κουμέττος Κατσιολούδης
(3/9/2011, Λευκωσία)
ΚΑΡΔΕΡΙΝΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει! Λύπες φέρνει και χαρές,
μα στο ζύγισμα οι πρώτες γέρνουνε πιο βαρετές.
Μοιάζει η ζωή ποτάμι κι οι στιγμές μας δε γυρνούν,
σ' έρωτα τους καταρράκτες θέλοντας και μη πηδούν.

Λευκοκέντητη αγάπη -ματωμένη μου πληγή-
δακρυσμένο μου παρτέρι κι άλγος μες στη χαραυγή.
Μέλι της αθανασίας ψάχνουν να 'βρουν ποιητές,
μ' αν δεν πάρουν το φιλί σου, δε θα το γευθούν ποτές.

Καρδερίνα Κατερίνα, η καρδούλα μου ριγά,
η λαλιά σου μ' ανασταίνει και τον πόθο μου τρυγά.
Καρδερίνα Κατερίνα, ήτανε για μέ γραφτό,
στην αγκάλη σου μια νύχτα, σαν παιδάκι να κρυφτώ.

Βασιλιάδες διψασμένοι, ταπεινοί προσκυνητές,
στο μπαλκόνι σέ προσμένουν αύριο, σήμερα και χτες.
Μιας ελπίδας το κλωνάρι μες στα χέρια τους βαστούν,
απ' του κήπου σου τη βρύση προσδοκούν νερό να πιουν.

Κάστρα χτίζουνε με τ' άστρα και μ' αγέρα πινελιά
ζωγραφίζουνε την Πούλια, τάχα με ανεμελιά.
Σου χαρίζουνε φεγγάρια, μύριους δύο ουρανούς
κι ανθοστόλιστα ζουμπούλια κι όσα σκέφτεται ο νους.

Κουμέττος Κ.
(2-9-2012, Λευκωσία)
KΡΙΝέΝΙΑ ΧάΔΙΑ

Των εποχών εναλλαγές σου,
ακούσιες, Χρόνε, διαταγές σου!
Μ' Ερμή φτερά -τ' αγγελιοφόρου-
κουνάς μαντήλι φθινοπώρου.

Χιονιάς συνθέτει παγωμάρα,
μ' αειθαλών χορδών κιθάρα.
Ωδή λευκού χιονιού μάς στρώνει,
απ' το χωράφι ως τ' αλώνι.

Το ριγηλό σου βοριαδάκι,
Χειμώνα, πέμπεις με μεράκι˙
ψυχρόπνοα, κρινένια χάδια,
στιλβώνουν λίμνες και πηγάδια.

Χορεύουν τ' άστρα κ' η Σελήνη
μες στης νυχτός τη σκοτοδίνη.
Σα δέντρου μοιάζουνε λαμπιόνια˙
στο Σύνταγμα και στην Ομόνοια.

Αυγή σφαδάζει μες στ' αγιάζι
κι ανάδρομα αναστενάζει˙
προς τα ζεστά της καλοκαίρια,
απλώνει -μάταια- τα χέρια.

Μες στη φωλιά η περιστέρα,
κλωσσά τ' αυγά της νύχτα-μέρα,
καθώς το τζάκι ανασαίνει˙
ζωής χαμπέρι ν' ανεβαίνει!

Κ' οι στέγες ζαχαροντυμένες˙
στο φως αμόλυντες παρθένες,
δακρύζουν κρόσια/σταλακτίτες,
να ξεγελούνε τους προφήτες!

Κουμέττος Κ.
(11/2/2013, Λευκωσία)
ΕΣΧΑΤΟ ΡΑΠΟΡΤΟ

Στον "δάσκαλο"/μαρκόνη Νίκο Καββαδία

Πήγες σ' άλλα μέρη, μπάρκαρες, μαρκόνη,
τώρα -πια- η Greta συλλογιέται μόνη˙
ψάχνει για το χέρι με την Antzouletta,
κλαίει η γοργόνα, δίπλα κ' η μπαρκέττα.

Έσχατο ραπόρτο -τέλεψαν οι ρόλοι-
στέρεψε η άμμος απ' το μετζαρόλι.
Έδεσες σε porto κ' είπες σ' όλους: "Vamos!",
σε στεριά με Χάρο έγινε ο γάμος.

Φούνταρες στο δάκρυ -πάει η ευχή σου-
χάραξες στο Πούσι, Κόλια, την αφή σου.
Ξέμεινα στην άκρη, πέρναγε λεφούσι:
Χριστιανοί, Εβραίοι και δυο Σύριοι Δρούσοι.

Στίγμα σου: "Tραβέρσο" -κύματος η σχάση-
θα 'ν' η κάθε Βάρδια θύμησής σου στάση,
το λιμάνι χέρσο κι άγονο το βένθος,
ποιήματα μεθούνε˙ φάρμακο στο πένθος.

Δες να μας θυμάσαι˙ στο καλό, Μαυρή μας!
Μαραμπού, για σένα, ρέλια η στοργή μας.
Ξύπνα, μην κοιμάσαι, σπάσε την καδένα
κι έλα -ήρθε σήμα- τρέμει η antenna.

Κουμέττος Κ.
(14-7-2012, Λευκωσία)
ΨΥΧΗ
Να σε ρωτήσω, βρε ψυχή: "Tι κάνεις μες στο σώμα;".
Aν γεύεσαι Κολάσεως ή Παραδείσου χώμα;
Τα βράδια όταν κοιμηθώ, πού πας και με αφήνεις;
Ρωτώ αν βγαίνεις για ποτό, τον πόνο ν' απαλύνεις.
Οι μέρες είναι βρώμικες, χωρίς λουτρό περνάνε,
οι πλείστοι λένε ψέματα κι οι 'πόλοιποι ξεχνάνε.
Αντάμα, ανταμώνουμε στημένα πανηγύρια,
αθώο, πια, τον ένοχο, τον κρίνουν δικαστήρια.
Συνομωσίες, αρπαγές, θωρούμε και θανάτους,
το κέρατο μάς το πουλούν με τίτλους πιπεράτους.
Συναίσθημα αφαίμαξε απ' όλους η εικόνα,
σαράντα μέρες είν' πολλές˙ βαριέται η λεχώνα.
Αναρωτιέμαι, βρε ψυχή, πώς λύτρωση θα βρούμε;
Στα πάντα, σαν κροκόδειλοι... δακρύζουμε, πονούμε.
Και σαν θα έρθει η στιγμή διαλέγουμε: "συμφέρον!",
τα όσα προκηρύτταμε, στ' ανάθεμα αιθέρων.
Στο θέατρο που παίζουμε, οι ρόλοι μας πλεκτάνες,
σε πεζοδρόμια τής ντροπής γυρνάμε σαν πουτάνες˙
σαν κίναιδοι μ' αχρείαστο στα σκέλια μαραφέτι,
το σάλιο μας: βενζίνη μας˙ κι αμάξι το ρουσφέτι.
Γι' αυτό σου λέω, βρε ψυχή: "Bρε ΑΙ-ΣΙΧΤΙΡ, γαμήσου!",
αυτή που ζεις, για χέσιμο, βρε είναι η ζωή σου.
Σε όσα παρακολουθείς, πρωταγωνίστρια είσαι,
βρε άιντε και παράτα μας˙ το ξέρεις: "ΠΡΟΣΠΟΙΕΙΣΑΙ!".
Κουμέττος Κατσιολούδης
(14/7/2011, Λευκωσία)
ΥΠΟΤέΛΕΙΑΣ ΛΕΖάΝΤΕΣ

Μες σε σάλια βουτηγμένος
-πρόσφυγας του εαυτού σου-
σαλιγκάρι σε γραβάτες
του κοσμάκη του φτιαχτού σου.

Όσα πρόδωσες˙ σκιές σου
-εφιάλτες Ειμαρμένης-
την ψυχή σου την τυλίγουν
νέφη νύχτας πουλημένης.

Κύρτωσες καλά την πλάτη
-τεντωμένες οι τιράντες-
κι έγραψες στα γόνατά σου
υποτέλειας λεζάντες.

Τώρα, έμαθες να σκύβεις
σ' είδωλα -με κολακεία-
ν' αυνανίζεσαι και να 'σαι
μάστορας στη μαλακία.

Άλλα όνειρα κι αν είχες
στράφι πήγανε -του κώλου-
για κονκάρδα σου στο στήθος,
βάλε όψη του διαόλου.

Κουμέττος Κ.
(16-12-12, Λευκωσία)

ΤΟ ΜΩΡάΚΙ ΝάΝΙ-ΝάΝΙ

Το μωράκι νάνι-νάνι, 
τ' όνειρό του να υφάνει.
Το μωράκι νάνι-νάνι, 
θα 'ρθουν γίγαντες και νάνοι.

Αγοράκι, κοριτσάκι;
Θα 'ρθουν πρίγκιπες και δράκοι...
μη φοβάσαι, μην τρομάζεις,
μάθε να το διασκεδάζεις!

Αχ, μωράκι νάνι-νάνι,
όσα δεις θα είναι πλάνη,
μες στου ύπνου την ομπρέλα
κι αν δακρύσεις χαμογέλα.

Αχ, μωράκι νάνι-νάνι
κι ερυθρόδερμοι Ινδιάνοι,
θα 'ρθουν να σε ανταμώσουν˙
τόξα, βέλη να σου δώσουν.

Θα φανούνε και ιππότες,
πειρατές και Δον-Κιχώτες,
θα φανούνε και αγγέλοι...
στης καρδιάς σου το αμπέλι.

Αχ, μωράκι νάνι-νάνι,
μες στ' αστέρια σαν αλάνι,
όλη νύχτα θα γυρίζεις,
μελωδίες θα σφυρίζεις.

Το μωράκι νάνι-νάνι...
παντελόνι ή φουστάνι,
όπου να 'στε θα φορέσει
και το χθες θ' αλυσοδέσει.

Το μωράκι νάνι-νάνι,
ποιος το φτάνει... ποιος το πιάνει,
γρήγορα θα μεγαλώσει
κι ότανε θα ξημερώσει...

στης μανούλας την αγκάλη,
τ' όμορφο το περιγιάλι,
θα σηκώσει τα πανιά του
και θ' απλώσει τα φτερά του...

και ταξίδι θ' αρχινίσει
προς ανατολή και δύση,
να γνωρίσει νέους τόπους,
μα κι αμέτρητους ανθρώπους.

Το μωράκι νάνι-νάνι...
θα βουτήξει στον Ιορδάνη,
θα αντικρίσει την Ασία,
την Ευρώπη, Αυστραλία...

κι όταν φτάσει ως την Κίνα...
τα χρυσά θα δει τα κρίνα.
Το μωράκι νάνι-νάνι...
η ψυχή του πορσελάνη!

Κουμέττος Κατσιολούδης
(24/3/14 - 10:54 π.μ, Λευκωσία)
AX, ΠΑΙΔί ΜΟΥ... ΑΧ, ΨΥΧή ΜΟΥ...
Τα μαλλάκια σου χτενίζω
μ' αστροπλούμιστη χτενιά...
κ' ύστερις σε νανουρίζω
δίνοντάς σου δυο φιλιά.
Κι αν νεράιδες σε παίρνουν
σε φεγγάρια μακρινά,
πριν το χάραμα σε φέρνουν
στη δικιά μου αγκαλιά...
Αχ, παιδί μου... αχ, ψυχή μου...
χρυσοκέντητη αυγή μου,
η πνοή σου: η πνοή μου,
κάθε δάκρυ σου: πληγή μου!
Σα σε βλέπω με ανθίζεις,
ό,τι έχω είσ' εσύ...
τη ζωή μου την ορίζεις...
δείλι, βράδυ και πρωί.
Στην καρδιά μου σ' έχω μέσα,
σ' ένα θρόνο βασιλιά...
είν' η όψη σου γιατρέσα,
όαση στην ερημιά...
Κουμέττος Κατσιολούδης
(20/5/14 - 1:24 μ.μ, Λευκωσία)