Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Αν δε συγχωρούνταν, όλες, οι αμαρτίες... θα χανόταν πελατεία... πολλή πελατεία...
κουμΕττος κ.
(14/3/17 - 20:30, λευκωσία)
ΩΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ!

Στης καρδιάς σου τα παρτέρια
με φιλιά πλουμίζουνε τ' άνθη περιστέρια.
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!

Στων ματιών σου τις λιμνούλες
ο Χριστός ζωγράφισε νούφαρα, βαρκούλες.
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!

Στου λαιμού σου την καμπύλη
ευωδιάζει έρωτας, χάραμα και δείλι.
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!

Στων χειλιών σου τις ραχούλες
σε πλεξούδες πλέκουνε όνειρα παιδούλες.
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!

Φόρεσε η πλάση χρώμα γαλανό, Ήλιο φωτεινό.
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!
Φίλησε η Πούλια τον Αυγερινό, άστρο πρωινό.
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!

Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!
Πόσο σ' αγαπώ; Ως τον ουρανό!

Κουμέττος Κ.
(18/7/2011, Λευκωσία)
ΖΩΟΥΛΑ ΜΟΥ, ΚΛΕΜΜΕΝΗ

Σημάδεψες το όνειρο στο κέντρο μη σαλέψει,
από μικρό το ντάντευες -του άλλαζες και πάνες-
μα στην πορεία έμποροι σ' το είχανε νοθέψει˙
κι εσύ απόκληρη γενιάς μες σ' αδειανές αλάνες.

Αμπάρωσες τη μάνα σου, τον κύρη σου στο σπίτι,
να πάρεις, έστω, μια ευχή μ' αγνότητα ζωσμένη,
καθώς θα έφευγες να βρεις τον έννατο πλανήτη,
αυτόν που θα ονόμαζες: "Ζωούλα μου, κλεμμένη!"

Σκυλιά, τριγύρω, αλυχτούν -με φόβο- πριν να φέξει
κι αργόσχολοι σαλίγκαροι σε τοίχους ανεβαίνουν˙
η ώρα πήγε τέσσερις, σε λίγο θά 'ρθει έξι,
αλέκτορες συνομιλούν˙ ξημέρωμα υφαίνουν.

Το χέρι σου σχοινοβατεί σε ράγες τετραδίου,
αειθαλές το σκήνωμα τής έρμης τής ψυχής σου,
το βλέμμα της σε έξοδο -υγρή τής Γης αιδοίου-
κι εσύ γυμνή, δες κρέμμεσαι, στην άκρη ιαχής σου.

Να δώσεις χαιρετίσματα πολλά στον Καρυωτάκη
και μια ευχή ανάπαυσις καρδιάς στην Πολυδούρη,
τα όσα που δε ζήσανε σε τούτον τον κοσμάκη,
στον Παρθενώνα ιστορούν Καρυάτιδες και Κούροι.

Κουμέττος Κ.
(16/4/2012, Λευκωσία)
έΝΑΝ ΑΠΡίΛΗ ΜΟύ ΧΡΩΣΤάΣ

Άνοιξε την εξώπορτα και μπες -όπως και πρώτα-
κόψε και δυο τριαντάφυλλα˙ παρέκκλιση στη ρότα.
Πόσο το δάκρυ να κυλά κι αναπαμό μη βρίσκει,
ξέραναν μες στο βλέμμα μου πετούνιες συν ιβίσκοι.

Όταν σ' ανοίξω, μην ντραπείς, δεν άλλαξα, διόλου˙
πάλιν "Αγάπη!" θα σε πω, με δίχα ίχνος δόλου.
Δώσ' μου στα χείλη το φιλί, για να ξεχάσω τ' άλλο,
τριάντ' αργυρίων ένσημο, κατάδοσης σινιάλο.

Έναν Απρίλη μού χρωστάς στων Ελαιών το χώμα,
έλα, μια νύχτα στα κρυφά ή μιαν αυγή, ακόμα.
Έναν Απρίλη μού χρωστάς, για φάνου, φέρε μου τον˙
τρεις μελωδίες, παίξε μου... Ανάστασης- λαούτων.

Άγγιξε τις παλάμες μου, ζαμάνια σ' αναμένουν,
είμαι εγώ -θενά το δεις- καρφιά που μπαίνουν, βγαίνουν˙
μα τα σημάδια μένουνε αγέραστα στο χρόνο,
θυμίζουν δρόμο Γολγοθά και προδοσίας πόνο.

Βρέφος θηλάζει το βυζί -ποθά ζωή να ζήσει-
ψάχνει παπάς σε γειτονιές παιδιά να κατηχήσει.
Αίμα μού πήρες και καρδιά˙ ζηλεύουν οι Αζτέκοι,
λείπεις κ' η κάθαρσις αργεί, το χθες μου κούφιο στέκει.

Κουμέττος Κ.
(6/4/2012, Λευκωσία)
GIACOMO GIROLAMO CASANOVA

Αλήθεια, πόσων γυναικών ξελόγιασες τη γόβα;
Αδίκως, δε σε βάφτισε ο Χρόνος: "Casanova!".
Για πες μου, ξέρεις ν' αγαπάς; Ή το "εγώ" ταΐζεις;
Tζογάρεις επικίνδυνα˙ εντέλει, δεν κερδίζεις!

Η θηλυπλάνα όψη σου: ωάρια τα γητεύει˙
από βορρά ιταλικό σ' Αγγλία περιοδεύει.
Τη Βενετιά υπέταξες˙ κατόπιν, το Παρίσι!
Καθώς φιλάς ανατολή φλερτάρεις με τη δύση.

Σε είπαν, κάποιες πρώην σου, δειλό και φαλλοκράτη,
μα όλες τους σ' απόλαυσαν μια νύχτα στο κρεβάτι!
Γυρνάς με μάσκες, Giacomo˙ και ξίφος τροχισμένο˙
βρε μπας και τ' όνειρο, που ζεις, δεν είν' ευλογημένο;

Tα πλούτη σε γεμίζουνε, τα στέφανα ματώνεις.
- Των θηλυκών, διαδίδεται, τους άντρες κερατώνεις.
- Ποτέ! Αν λέω ψέματα, ας γίνω σαν Πινόκιο!
(Η μύτηηηη σου μεγάλωσε και σκούντηξε το Τόκιο!)

Koυμέττος Κ.
(7/6/2012, Λευκωσία)
ΝΑ Μ' ΑΓΑΠάΣ, ΝΑ Σ' ΑΓΑΠώ...

Στα χείλια σου μοσχοβολούν
οι ευωδιές τού κόσμου...
τριαντάφυλλου, βασιλικού,
γλυκάνισου και δυόσμου.

Να μ' αγαπάς, να σ' αγαπώ,
όσο μπορείς κι όσο μπορώ...
και με χαρές, μα και με δάκρυ,
μέχρι του σύμπαντος την άκρη.

Το σμαραγδένιο βλέμμα σου
―αθανασίας προίκα...
τον ορισμό τού έρωτα
στην όψη σου τον βρήκα.

Κουμέττος Κ.
(19/8/13, Λευκωσία)
ΤΟ ΤΕίΧΟΣ ΤΩΝ ΔΑΚΡύΩΝ

Ασυνείδητα λαμόγια
στης κλεφτιάς τα καταγώγια,
δε σεβάστηκαν Πατρίδα,
ο καθείς τους μια ακρίδα...

κι ο ΙΔΡώΤΑΣ των Κυπρίων,
σ' ένα Τείχος των Δακρύων,
βλαστημάει τες ευχές τους,
τες δωσίλογες καρδιές τους,

που στο χρήμα εταχθήκαν,
στον εχθρό επουληθήκαν,
για να έχουν τη βολή τους
–βρε, γαμώ τη διαγωγή τους!

Κουμέττος Κ.
(29/3/2013, Λευκωσία)
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Αλέξανδρέ μου, φύτρωσες αθάνατος να μείνεις,
τη φήμη σου εθέλησες, παντού, να επεκτείνεις.
Τα θέλω σου ασύμβατα με όχι και με πρέπει,
στη Μέγα μέσα όψη σου θωρώ τ' Ομήρου έπη.

Αριστοτέλη, έσπειρες τα γράμματα, το ήθος,
της μόρφωσής του ήσουνα ακρογωνιαίος λίθος.
Η Θεσσαλία έπεσε, Αμφίπολη και Θήβα,
σαν στους Δελφούς προσκυνητή, γονυπετή τον είδα.

Ο Γρανικός κι η Έφεσος, η Αίγυπτος, Περσία,
Φοινίκη τον εδέχθηκε, Ισσός στην Κιλικία.
Το βλέμμα του αντάμωσαν δεκάδες άλλοι τόποι,
ο Γόρδιος δεν ελύθηκε Δεσμός, αλλά εκόπη.

Των Μακεδόνων Βασιλιά, 'σύ Κύριε της Ασίας,
η σάρισά σου έφτασε σε παρυφές Ινδίας.
Η Πέλλα/μήτρα σ' έστειλε σ' αγκάλη Βαβυλώνας,
ο Δίας σ' αποθαύμασε μαζί κι ο Ποσειδώνας.

Ημίθεος είν' Φίλιππε o υιός σου μ' Ολυμπιάδα,
στον Βουκεφάλα, τ' άτι του, καβάλα η Ελλάδα.
Σαν Φαραώ τον λάτρεψαν˙ προδήλως, παραβύστω,
βασίλειό μου, απάντησε, ας πάει "τω κρατίστω!".

Κουμέττος Κ.
(20-12-2011, Λευκωσία)
ΛΑΒύΡΙΝΘΟΣ ΚΑΡΔΙάΣ

Ταυροκαθάψια, δίχα φόνο στην Κνωσό,
μήνα μελένιου ανατέλλει μια φιγούρα.
Σ' έλεγαν Όλγα κ' ήσουν απ' την Οδησσό
κ' είχες στα μάτια σου μεστόχρωμη κουλτούρα.

Σ' ένα λαβύρινθο σ' αντίκρυσα καρδιάς,
χωρίς το μίτο ήρθες μες στην αγκαλιά μου.
Έψαχνες κ' ήβρες την ικμάδα μιας φωλιάς
κι εγώ σου χάραξα στα χείλια τη δροσιά μου.

Παρηγορήτρα των αλάθητων λαθών,
κάθε μια ρίμα μαντινάδας απαντιέται.
Σ' ακολουθίες των ανθρώπινων παθών,
ό,τι κι αν πράξαμε ―στο τέλος, συγχωριέται!

Κουμέττος Κ.
(25-5-2013, Λευκωσία)
THΣ ΝΙΚΗΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ

Ακόντιζα τα όρια μου σε ύψη δοξασμένα,
στον ουρανό φτερούγιζα˙ της νίκης ταξιδιώτης!
Στα έσω μου ζυμώθηκα περήφανος πατριώτης,
τα όσα που κατέκτησα μ' ιδρώτα δουλεμένα.

Στο χέρι μου λαμπύριζες, σαν φέγγος των αστέρων˙
ψαχούλευα το σώμα σου την αίγλη του να νιώσω.
- Χαλί με πέντε βήματα γαλάζιο θα σου στρώσω!
Σου είπα και σ' εκτόξευσα στο κάλλος των αιθέρων.

Αντίλαλος τού ήχου σου ξεσχίζει τον αγέρα˙
καθώς αυτός φυσορραγεί... δακρύζεις, συγκινείσαι.
Με ρίγος ταλαντεύεσαι -εκεί- ψηλά, που είσαι,
σαν μπαλαρίνα σε σκηνή... σε άσχημή της μέρα.

Τα νέφη σ' ατενίζουνε με φόβο, μην τα φθάσεις.
Ρωτάς: "Πού είναι η κορφή;" Oι πάντες αγνοούνε!
Πουλιά που σ' ανταμώνουνε "Τι είσαι;" απορούνε˙
κι εσύ λυγάς το βλέμμα σου, μετράς στη γη εκτάσεις.

Στην κάθοδο απλώνεσαι πιο πέρα για να πάεις,
φιλεύεις τον ορίζοντα με το χαμό/γελό σου.
Χλωρίδα σ' ερωτεύεται -την όψη, το μυαλό σου-
στα χείλια της η άνοιξις: Mαρτάπριλος κι ο Μάης.

Καρφώνεσαι στα σπλάχνα της κι ανθίζεις μες στο χώμα˙
ο έρωτάς σου σάλπισμα αγάπης μέχρι τέλος.
Για όνομα θα σου 'δινα στη βάφτιση: "Oθέλλος",
με δίχα να 'χω πρόθεση: υπαινιγμό ή σκώμμα!

Κουμέττος Κ.
(25-9-2012, Λευκωσία)
ΔάΚΡΥ

Μ' ένα γιατί στα μάτια δάκρυ,
σαν γάλα μαύρο από θήλυ,
η μνήμη μάρμαρο στην άκρη,
σαν Παναγιάς σβηστό καντήλι.

Σώμα σου άγαλμα, τσολιά μου,
μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη,
πονά σαν σε θωρ'  η καρδιά μου.
Πώς την αντέχεις τόση νιότη;

Δίπλα, ληστές και μιζαδόροι,
χρόνια... λυμαίνονται πατρίδα,
στις αποθήκες λείπουν σπόροι,
λιμός κυκλώνει την ακρίδα.

Μπροστά σου, άδεικτη πυξίδα...
δίχως ελιά το περιστέρι,
για να σωθεί όποια ελπίδα,
πρέπει, βαθιά, να μπει νυστέρι.

Γύρω, καπνοί και δακρυγόνα,
μα το δικό σου δάκρυ ρέει
απ' τον Χρυσό πέμπτο Αιώνα.
Πρώτα, γροικά... κατόπιν, λέει:

Κοίτα, ψηλά, στον Παρθενώνα,
μη σε λυγίζουν οι τριγμοί σου,
τι κι αν κρατάς, μόνο, σφεντόνα,
δείξε, σε όλους, την πυγμή σου.

Koυμέττος Κατσιολούδης
(29-6-2011, Λευκωσία)


ΚΑΛάΘΙΑ ΑΡΧΑίΑΣ ΤΡΑΓΩΔίΑΣ

Αυτόχειρα τα χέρια μας, 
κουλλή ψυχή στο σώμα,
κονσέρβας άγευστη τροφή...
μασάει κάθε στόμα.
Παιδιών τα γόνατ' άγδαρτα, 
δεν άγγιξαν αγκάθια,
χωρίς ιτιά ή λυγαριά, 
πώς δένονται καλάθια;

Το καλημέρα χάθηκε...
κι ο Ήλιος δε γελάει,
αναπολεί του χθες ζωή,
στο χώμα π' αγαπάει.
Στα περιβόλια με ανθούς 
τής λεμονιάς να παίξει
και σε αλάνες, με χαρά... 
τ' απόγιομα να τρέξει.

Οι άνθρωποι φορέσαμε 
στις πόλεις προσωπεία,
σε ρόλους ανηθοποιών 
σ' αρχαία τραγωδία.
Και γι' από μηχανής Θεό, 
δε γράφει το σενάριο,
μονάχα, γιεν βλέπω κι ευρώ, 
μαζί τους... το δολάριο.

Σε τσόχα, όλα, παίζονται 
κι εμείς τυφλοί στη Ρώμη,
στο Κολοσσαίο θεατές, 
σαν σφάζονται οι νόμοι.
Η κάθαρσις νά 'ρθει αργεί, 
για να σταθεί παρούσα,
η ύλη μοιάζει φυλακή... 
κι η ευτυχί' απούσα.

Μαζί μας -μόνο- το εγώ, 
μιας κι η σκιά απέχει,
το ψέμα μας ν' ακολουθεί...
βαριέται, δεν αντέχει.
Κι ο ταύρος σε προθέρμανσης
ταυρομαχί' αρένας,
ρολόι τσέπης δέσμιο...
φαντάζει μιας καδένας.

Οι ευωδιές στερέψανε...
κι αναζητείται λύσις,
τη μνήμη μας -ανάδρομα-
καθοδηγά η φύσις.
Σε ώμους στάμνες κοριτσιών,
γιομάτες κρήνης ήθος,
τα παραμύθια τής γιαγιάς...
Αισώπου γνέθει μύθος.

Αυλές μυρίζουν γιασεμιά, 
καφέ ψήνει το μπρίκι,
με μαστραπά πίνουν νερό...
πεντέξι πιτσιρίκοι.
Ας πάμε, πίσω, στα χωριά...
με την πατερημί μας,
ν' ανάψουμε στην Παναγιά
κερί για την ψυχή μας.

Κουμέττος Κ.
(8-7-2011, Λευκωσία)

ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ

Σεργιάνι βγήκες στα λαμπρά σοκάκια τής «εικόνας»,
Σειρήνες σαν σε κάλεσαν ενέδωσες με χάρη˙ 
αγνόησες της ύβρεως το Άγιο το δοξάρι,
που μελωδίες υμνωδεί, που τρέμει κι ο κυκλώνας.

Αλισβερίσι άρχισες, στο σάλιο σου σερνόσουν,
το χρώμα σου το άλλαζες, σε είπαν χαμαιλέων˙
γι’ αλλού μικρός ξεκίνησες, αλλού σε βλέπω, πλέον.
Κατάληξη χειρότερη, δε θα την φανταζόσουν!

Ορφάνεψε το ήθος σου, η μάνα σου σε κλαίει,
προτίμησες το πρόσκαιρο, το κούφιο, συλημένο˙
παιχνίδι σου -που διάλεξες- στημένο και δοσμένο.
Ταυτότητα που φύλαγες; Στο λέω: «παραπαίει!»

Τιμή σου; Την ξεπούλησες για έναν κόκκο δόξας,
θεώρησες πως «δίκαιο» αυτό για σένα είναι,
αν το αντέχεις -χαίρεται- για πάντα ’κείθε μείνε,
υπόδουλος αιώνια μιας θεαθήναι λόξας.

Μα σαν κοιμάσαι τις νυχτιές μια Τύψη θα σε φτύνει,
για όλα σου τα σφάλματα υπόλογός της θα ’σαι
και μες στης πλάνης τις ειρκτές ισόβια θα πλανάσαι˙
πά’ η ψυχή σου χάθηκε μες στου «εγώ» τη δίνη.

Koυμέττος Κ.
(5/5/2011, Λευκωσία)
ΤΩΝ ΗΘΩΝ ΤΑ ΕΙΛΗΤΑΡΙΑ;

Στου πουθενά τα κάτεργα, σ' ανούσιες, ξένες χώρες,
σε πλαίσιο ματαιότητας σαλίγκαροι γεννιούνται,
σαν οι χαρές απόκληρες -ολότελα- ξεχνιούνται,
καθώς γινήκαν οι καρδιές στυγνές, πια, μισθοφόρες.

Τ' ανίκανα τα ύφη μας οι γύπες δεν ξεσχίζουν
(ψοφίμια δεν ορέγουνται, που τρέφουνται "ανάξια"),
με δίχα ίχνος ιλασμού -σ' εμπόρων εργοτάξια-
που μόνον ξέρουν άγαρπα, σαχλά να σαλιαρίζουν.

Αντρίκελα, που θεατές... το μέλλον τους θωρούνε,
να παίζεται ξετσίπωτα κι ασύστολα στα ζάρια.
Πού είναι, πού χαθήκανε ηθών τα ειλητάρια;
Αλήθεια, έτσι οι ψυχές πώς γίνεται να ζούνε;

Ολόλευκες ανταύγιες πουλάνε παραμύθια,
στα νιάτα υποστέλλουνε την κάθε τους ικμάδα.
Στον πάτο, πλέον, φτάσαμε! Τι με κοιτάς, Παλλάδα;
Πού είν' η περηφάνια μας˙ που γιόμιζε τα στήθια;

Τ' αστέρι μας κι αν έπεσε πριν μύρια-χίλια χρόνια,
εμείς -κατόπιν- το 'δαμε, σαν έφτασε το φως του˙
και τώρα που αφίχθηκε κι η έσχατη ηχώ του,
δεν ξεύρω αν την άνοιξη... θα φέρουν χελιδόνια!


Κουμέττος Κ.
(29-8-2012, Λευκωσία)
EAΛΩ ΤΑ ΗΘΗ

Μαστίγωσα τα πάθη μου, να μη με βασανίζουν,
αλύπητα το χέρι μου τα χτύπαγε με μένος˙
το αίμα έτρεχε, αργά, σαν κρέμα που την πήζουν,
τα δάκρυα, πριν πέσουνε, τα μάζευε Παρθένος.

Η κάθαρσις, αν θα φανεί, δε θα 'ναι όπως πρώτα˙
τα θέατρα -ανήκουστο- δεν πλάθουν χαρακτήρες,
θυμό, αδίκως, βγάζουμε˙ κλειστά κρατούν τα ώτα,
οι μήτρες που μας γέννησαν λογιούνται, πλέον, στείρες.

Ατέρμονοι συλλογισμοί: της ύλης κρατητήρια,
το νόημα μετέωρο... δεν ξέρει, πια, το δρόμο˙
χαθήκανε των ένοχων τής ενοχής τεκμήρια,
οι πάντες -ΟΛΟΙ- άνισοι, απέναντι στο νόμο.

Αλώθηκαν τα ήθη μας και μπάζει η ψυχή μας,
οι άμυνες κατέρρευσαν˙ στην Πόλη μας κουρσάροι.
Απόδημη στα Τάρταρα η έσχατη ευχή μας,
με δίχως φλόγα στέκουνται στα ακρωτήρια φάροι.

O ίδιος μήνας έρχεται κι ο ίδιος μήνας βγαίνει,
ρουτίνα η ζωούλα μας, φωνάζουν παπαγάλοι.
Αλί μας... πείτε: τρισαλί! Tο μέλλον μας πεθαίνει˙
Ανάστασης το μήνυμα μού είπαν δεν εστάλη.

Koυμέττος Κ.
(16/4/2012, Λευκωσία)

Κάθε φορά, που θ' αγαπάς.....
θα συγχωρείσαι!
Κάθε φορά, που θ' αγαπάς.....
θα ξαναγεννιέσαι!
Ψυχή παρθένα........ ψυχή αγάμητη......
κουμΕττος κ.
(14/3/16 - 07:25, λευκωσία)

Και δυο φορές να ζούσε......
και δυο φορές.......
να πέθαινε ο άνθρωπος,
βρε Βαγορή.....
εσύ, απλά....
θα επαναλάμβανες την πρώτη.
κουμΕττος κ.
(14/3/17 - 07:23, λευκωσία)
Εκεί, που σχηματίζεται τ' αναπόφευκτο
και τ' αναπόδραστο......................
εκεί, δε θα σε περιμένω!
Θέλω να έχεις μύριες επιλογές............
και να έρχεσαι σ' εμένα!
κουμΕττος κ.
(29/9/2016 - 19:29, λευκωσία)
Υπάρχουμε κι εμείς,
που όσο κι αν μεγαλώνουμε...................
θα χωράμε στο παιδικό μας κρεβάτι.
κουμΕττος κ.
(25/9/16 - 22:43, λευκωσία)