Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Σ' ΕΝΑ ΣΟΚΑΚΙ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Χρόνια περάσανε πολλά, σχεδόν, μετριούνται δέκα,
όσα κι οι μάχες διήρκησαν στ' Ομήρου την Ιλιάδα,
άλλοι μας λένε: "Ψέματα... δεν ήταν για γυναίκα".
Δόρυ θωρώ παλλόμενο στο χέρι σου, Παλλάδα!

Λίγο πριν χάραμα φανεί, βρεθήκαμε τυχαία,
σ' ένα σοκάκι γραφικό, εντός της Λευκωσίας.
Ήσουνα -όπως σ' άφησα- Ελένη μου: "Ωραία!",
ίσως και ομορφότερη από αυτήν της Τροίας.

Έψαξα μες στα τείχη σου, να δω αν με θυμάσαι,
τότε, εσύ μου χάρισες δυο αγκαλιές με γέλιο˙
έσω μου -διερωτήθηκα- αν μ' άλλονε κοιμάσαι.
Μήπως τον λένε Ibrahem, Antonio ή Στέλιο;

Ζήλεψα (ναι, στ' ομολογώ) συγγνώμη -τώρα, λέω-
ό,τι εγώ αγάπησα, κατόπιν, σε θυμίζει.
Άκου, δε σε ξεπέρασα, λες να' ναι αναγκαίο;
Νιώθω πως η καρδούλα μου, στη θέα σου, λυγίζει!

(Ξύπνα, σ' ακούω να μου λες -αχ, Μνήμη μου, με ξέρεις-
κι ένα χαστούκι λησμονιάς, μου δίνεις να ξεχάσω,
είναι επώδυνο, φριχτό, να είσαι γονδολιέρης,
έρωτες άλλων να γυρνάς, ενώ εσύ στον άσσο).

Ρώτησες -έξαφνα- πώς ζω, αν έχω σχέση φτιάξει,
φόρεσα μάσκα ηθοποιού κι απάντησα με στόμφο:
"Βέβαια, μ' έχει σαν παιδί, μη βρέξει και μη στάξει!"
Πίστεψα πως σου κάρφωσα εκδίκησής μου γόμφο.

Πένθος αλήθειας ξέσπασε, καθώς γι' αλλού κινούσες,
πόνος βαρύς κι ασήκωτος στο στήθος/στην Ψυχή μου,
δίχα να ψάξει αφορμή στα χείλη με φιλούσε,
μέχρι να βρω αναπνοή, τελειώνει η ζωή μου!

Γέρνει μια μάνα σε γουδί˙ μοσχοβολούν μπαχάρια.
Βάζει τσιγάρα στη σειρά, παππούς, σε ταμπακιέρα.
Σβήνουνε γύρω -απαλά- των δρόμων τα φανάρια˙
φεύγει η νύχτα κι έρχεται στη θέση της η μέρα!

Κουμέττος Κ.
(12-6-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου