Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

ΗΤΑΝΕ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ ΠΡΩΤΗ

Στον αγνοούμενο 1ο μου ξάδελφο
Ρογήρο Κουμέττου

Ήρθ' η άνοιξη -πριν χρόνια-
και σε έφερε,
μα κρυμμένο μυστικό της…
δεν ανέφερε.

Γύρω γέλαγαν ζουμπούλια
και ανθίζανε,
χελιδόνια στη χαρά τους...
φτερουγίζανε.

Refrain:
Ήτανε του Μάρτη πρώτη,
που γεννήθηκες,
στις αγκάλες έρμης μάνας
αναδύθηκες.
Σε φωνάξανε Ρογήρο
και σε βάφτισαν,
μα σαν έμαθαν τη μοίρα...
όλοι, σάστισαν.
Σ' είχε, τότε, επιλέξει
γι' αγνοούμενο,
να 'σ’ ερώτημα -για χρόνια-
αιωρούμενο.
Να σε ψάχν' η φαμελιά σου,
ασταμάτητα,
τα καλέσματά τους, όμως...
αναπάντητα.

Στην Κερύνεια σου τα ίχνη
εθεάθηκαν,
για φορά, πια, τελευταία…
και εχάθηκαν.

Από τότε οι γονείς σου,
δε γελάσανε,
τ’ οξυγόνο τής ζωής τους…
το εχάσανε.

Σαν το 'μάθαν στο χωριό σου
κοντοστάθηκαν,
αχ, κ’ οι όψεις των δικών σου...
εμαράθηκαν.

Μία λέξη -τ' όνομά σου-
ανασαίνανε,
σα στη μνήμη τη μορφή σου...
όλο, φέρνανε.

Refrain:
Ήτανε του Μάρτη πρώτη,
που γεννήθηκες,
στις αγκάλες έρμης μάνας
αναδύθηκες.
Σε φωνάξανε Ρογήρο
και σε βάφτισαν,
μα σαν έμαθαν τη μοίρα...
όλοι, σάστισαν.
Σ' είχε, τότε, επιλέξει
γι' αγνοούμενο,
να 'σ’ ερώτημα -για χρόνια-
αιωρούμενο.
Να σε ψάχν' η φαμελιά σου,
ασταμάτητα,
τα καλέσματά τους, όμως...
αναπάντητα.

Απαγγελία:
Δάκρυ και φωτογραφία...
έσμιγαν στο χέρι,
μέχρι που απέθανε,
χωρίς για σέ χαμπέρι.
Έφυγε η μανούλα σου...
με τον καημό της,
πού να ήταν άραγε...
το σπλάχνο το δικό της;
Έφυγε κι ο πατέρας σου...
με την πατερημί του,
ήταν πρωί ο γιόκας του
και βράδυ η προσευχή του.
Έψαχνε το λεβέντη του...
και είχε τ' όνομά του
πάντοτε, προσκέφαλο...
και μες στα όνειρά του.

Refrain:
Ήτανε του Μάρτη πρώτη,
που γεννήθηκες,
στις αγκάλες έρμης μάνας
αναδύθηκες.
Σε φωνάξανε Ρογήρο
και σε βάφτισαν,
μα σαν έμαθαν τη μοίρα...
όλοι, σάστισαν.
Σ' είχε, τότε, επιλέξει
γι' αγνοούμενο,
να 'σ’ ερώτημα -για χρόνια-
αιωρούμενο.
Να σε ψάχν' η φαμελιά σου,
ασταμάτητα,
τα καλέσματά τους, όμως...
αναπάντητα.

Aπαγγελία:
Όσοι, τώρα… απέμειναν,
ποτέ, δε σε ξεχνάνε...
πάντα, θα σε καρτερούν,
για σένα… θα ρωτάνε.
Περήφανοι, που έχουνε…
το αίμα το δικό σου,
την Άγια Ώρα προσδοκούν...
να δουν το πρόσωπό σου.
Ήρθ’ η άνοιξη και πάλι,
μα δε σ' έχει φέρει,
μου 'πε, όμως: "άκου κάτι,
που σ' ενδιαφέρει...
τo λεβέντη που σας πήραν,
μην τον κλαίγετε,
είν' το σώμα του λαμπάδα,
μα δεν καίγεται!"

Refrain:
Ήτανε του Μάρτη πρώτη,
που γεννήθηκες,
στις αγκάλες έρμης μάνας
αναδύθηκες.
Σε φωνάξανε Ρογήρο
και σε βάφτισαν,
μα σαν έμαθαν τη μοίρα...
όλοι, σάστισαν.
Σ' είχε, τότε, επιλέξει
γι' αγνοούμενο,
να 'σ’ ερώτημα -για χρόνια-
αιωρούμενο.
Να σε ψάχν' η φαμελιά σου,
ασταμάτητα,
τα καλέσματά τους, όμως...
αναπάντητα.

Κουμέττος Κατσιολούδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου