Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

ΨΥΧΡΟΛΕΥΚΑ ΣΟΚΑΚΙΑ

Έφυγες, νωρίς, να κοιμηθείς. 
Έλυσες, εσχάτως, τα μαλλιά σου,
νύσταξες, χωρίς να κουραστείς, 
όρτσαρες με δίχα τη μιλιά σου.

Έγνεψες να έρθει ο Πυθέας, 
ήρθε και σ’ αγκάλιασε, αμέσως˙ 
έμποροι το θάνατο πουλάνε, 

παίρνοντας εκατομμύρια πέσος.

Σου 'μεινε στα χέρια μια ευχή˙ 

ήθελες σε κάποιον να την δώσεις.
Νόμισες πως έτσι θα μπορείς, 

λίγο πιο ανθρώπινα να νιώσεις.

Πίστεψες πως με οφθαλμαπάτες, 

όμορφη θα έντυνες την πλάση,
ξέχασες μανούλας σου οι πλάτες, 

πόσο μόχθησαν να σε θηλάσει.

Σύναξες τους κόκκους τής ντροπής, 

φύσηξε ο άνεμος μαζί σου,
σκόρπισαν αχτίδες μιας αυγής 

σ' όχθες πληγωμένου Παραδείσου.

Μάδησες τα χνάρια χελιδόνας 

π' άφησε σε ουρανό γαλάζιο,
γίνηκες σε βλέφαρο χελώνας 

λόφος που 'χε ορυκτό χαλάζιο.

Τώρα; Καληνύχτα, θα σου πω˙ 

πήρες το δισάκι σου στον ώμο,
έφτασε η ώρα να πληρώσεις, 

δίκαιο δε βρήκες άλλο νόμο.

Μπήκες στα ψυχρόλευκα σοκάκια˙ 

γαύγιζε "αντίο" ένας σκύλος,
κράζαν δυο ολόμαυρα κοράκια 

κι έγραφε ζωή σου ο Αισχύλος.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(17-5-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου