Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

ΡΟΔΟ ΜΑΤΩΜΕΝΟ

Κύλησε το δάκρυ μου, φίλησε το χώμα,
έφυγες˙ σ' αναζητώ με ψυχή και σώμα.
Πού να πάω να την βρω, μήπως ξέρεις, Πλάση;
Θλίψη, μόνον, προσμετρώ σε οδύνης στάση.

Πλάνεψα τον Έρωτα, δίχα τη μορφή σου,
τώρα, ψάχνω χάδι σου, πόθος μου: "Αφή σου!"
Λήστεψα το σπίτι μου, τι να πω, δεν ξέρω˙
άκου, ένα βέβαιο: "Λιώνω κι υποφέρω!"

Άπιστα τα μάτια μου, σ' ό,τι με πλησιάζει˙
δεν ταιριάζει σ' άλληνε να μου δείχνει νάζι.
Έκαψα την τύχη μου, με τα δυο μου χέρια,
μέλι σε ραντίζανε σ' ηδονής νυχτέρια.

Πίνακας η όψη σου, έργο τ' Antonello,
ζήλευα που άγγιζε "δέρμα" σου πινέλο.
Είσαι ό,τι πεθυμώ -πιότερο- στη ζήση,
κόπιασε, αγάπη μου, η καρδιά ν' ανθίσει!

Μοιάζει να 'ν' το σήμερα, ρόδο ματωμένο,
όνειρο που χάθηκε, δέντρο ξηραμμένο.
Έλα, στην αγκάλη μου, όπως πρώτα -πάλι-
νήμα να ματίσουμε σ' ένα περιγιάλι!

Κουμέττος Κ.
(14-6-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου