ΤΟ ΦΙΛΙ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
Στέκ' η Μοίρα, δίπλα Πεπρωμένο,
γνέθουν την πορεία μας στη Γη,
ένα βέλος φεύγει τροχισμένο
κι άλλο νύφη σέρνει με στοργή.
Ψάχνει να 'βρει τρόπο ο ληστής,
κάποιοι -ήδη- μπήκαν σαν ακρίδες,
σπίτια που ξαφρίζουν, αν τα δεις:
τόποι που δεχθήκανε οβίδες.
Δείχνουνε οι δείχτες στο ρολόι:
δέκα τα λεπτά, πριν γίνει μια,
λείπουν χάντρες, κλαίει κομπολόι˙
Νύχτα, για συνάθροισε ζημιά.
Σκότος καταγράφει ο καιρός,
κύρτωσα τη σκέψη μου -θλιμμένα-
ξέρω, ίσως, να 'μαι κι ανιαρός,
σαν τα λόγια βγαίνουν μπερδεμένα.
Μου 'λειψες, χωρίς -ποτέ- να σ' έχω,
φίλα με για πρώτη σου φορά˙
άκου με: "Σε θέλω, δεν αντέχω!",
δίχα σου πεθαίνω στη φθορά.
Σύννεφα γιομάτη η ψυχή,
ρίχνει κεραυνούς με το τσουβάλι,
ήτανε βαθιά, τώρα ρηχή,
έσπασε των φρένων της πεντάλι.
Ξύπνησε η μνήμη, δεν κοιμάμαι˙
γύρω μου γαρύφαλλα -σωρός-
όσα δεν αγάπησα, θυμάμαι˙
ίδιος εαυτού μου τιμωρός!
Ξόδεψα ζωής μου τις στιγμές,
σ' άδεια μεροκάματα του πάθους˙
άνοιξαν, δεν κλείνουνε ρωγμές:
στίγματα/ξεσχίσματα τού λάθους.
Μέτρησα πληγές μου, συν το δάκρυ,
έριξα τρεις σφαίρες στο ψαχνό˙
θέλησε της πίκρας μου η άκρη,
τ' όνειρο ν' αφήσει ορφανό.
Γύρισε της Τύχης ο τροχός,
μ' άτσαλα με βλέπει ο καθρέφτης˙
δώστε κατιτίς, εδώ, φτωχός,
μη μου πείτε, αύριο: "Είσαι κλέφτης!".
Κουμέττος Κ.
(23-6-2012, Λευκωσία)
Στέκ' η Μοίρα, δίπλα Πεπρωμένο,
γνέθουν την πορεία μας στη Γη,
ένα βέλος φεύγει τροχισμένο
κι άλλο νύφη σέρνει με στοργή.
Ψάχνει να 'βρει τρόπο ο ληστής,
κάποιοι -ήδη- μπήκαν σαν ακρίδες,
σπίτια που ξαφρίζουν, αν τα δεις:
τόποι που δεχθήκανε οβίδες.
Δείχνουνε οι δείχτες στο ρολόι:
δέκα τα λεπτά, πριν γίνει μια,
λείπουν χάντρες, κλαίει κομπολόι˙
Νύχτα, για συνάθροισε ζημιά.
Σκότος καταγράφει ο καιρός,
κύρτωσα τη σκέψη μου -θλιμμένα-
ξέρω, ίσως, να 'μαι κι ανιαρός,
σαν τα λόγια βγαίνουν μπερδεμένα.
Μου 'λειψες, χωρίς -ποτέ- να σ' έχω,
φίλα με για πρώτη σου φορά˙
άκου με: "Σε θέλω, δεν αντέχω!",
δίχα σου πεθαίνω στη φθορά.
Σύννεφα γιομάτη η ψυχή,
ρίχνει κεραυνούς με το τσουβάλι,
ήτανε βαθιά, τώρα ρηχή,
έσπασε των φρένων της πεντάλι.
Ξύπνησε η μνήμη, δεν κοιμάμαι˙
γύρω μου γαρύφαλλα -σωρός-
όσα δεν αγάπησα, θυμάμαι˙
ίδιος εαυτού μου τιμωρός!
Ξόδεψα ζωής μου τις στιγμές,
σ' άδεια μεροκάματα του πάθους˙
άνοιξαν, δεν κλείνουνε ρωγμές:
στίγματα/ξεσχίσματα τού λάθους.
Μέτρησα πληγές μου, συν το δάκρυ,
έριξα τρεις σφαίρες στο ψαχνό˙
θέλησε της πίκρας μου η άκρη,
τ' όνειρο ν' αφήσει ορφανό.
Γύρισε της Τύχης ο τροχός,
μ' άτσαλα με βλέπει ο καθρέφτης˙
δώστε κατιτίς, εδώ, φτωχός,
μη μου πείτε, αύριο: "Είσαι κλέφτης!".
Κουμέττος Κ.
(23-6-2012, Λευκωσία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου