Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

ΑΝΑΡΧΙΑ

Για τη ζωή μου θα σας πω -γνωστή σε σας, πιστεύω-
παράλληλοι οι βίοι μας στο γήινο πλανήτη˙
τα όνειρά μου της νυχτός, μην κλαίνε τα νταντεύω,
ο κόσμος είναι γύρω τους σκληρός σαν το γρανίτη.

Αμαρτωλός γεννήθηκα, στο στόμα ένα μήλο,
προγόνων μου κληρονομιά από Αδάμ και Εύα.
Ιησούς ήτο κρεμάμενος στο Γολγοθά σε ξύλο˙
Έλα κοντά Μου, μου 'γνεψε, ψηλά -εδώ- ανέβα!

Mετάνοια διάγεις, Σίμωνα; Ο Ιούδας πού εχάθη;
Aνάστασης το κήρυγμα ημέρες τρεις καρτέρει,
εμένα, όμως, άδικα φορτώνουν άλλων λάθη,
χωρίς αποτυπώματα... δεξί, ζερβό μου χέρι.

Σε βαπτιστήρι έτρεξαν παπάς, γονείς, νονοί μου,
το μίασμα να γδάρουνε απ' το μικρό μου σώμα.
Με τρόμο τούς ικέτευε απ' έσω η ψυχή μου.
Αγνός είναι, τους έλεγε... λευκό χαρτί, ακόμα!

Για όνομα μού χάραξαν από γενιάς σινάφι,
να έχω να διακρίνομαι από τα άλλα ζώα.
Στο τέλος; Νάτοι! Kαρτερούν! Σταυροί, μπροστά τους τάφοι,
η Βηθλεέμ, πριν, δήλωνε στη δίκη της: Aθώα!

Σχολεία με στρατεύσανε να μάθω ιστορία,
Ακρίτας να 'μαι σε γραμμές τού τόπου μου σε χάρτη˙
μια γλώσσα μού επέβαλαν: σιωπής "Δικτατορία".

Του Σύλλα λέτε ήτανε... φαντάζει, πάντως, σκάρτη!

Στην κοινωνία των πολλών, σαν αριθμό με ξέρουν,
ταυτότητα μού δώσανε το φόρο να πληρώνω,
οι άνω τρώνε, πίνουνε, τα ράσα -δίπλα- χαίρουν,
οι σκλάβοι κάτω σχίζουνται... καρδιά μου, μαραζώνω.

Ανηλεής ο πόλεμος˙ εμείς γυμνοί και μόνοι,
για να 'χουμε τ' αχρείαστα μάς πούλησαν ψευτιά τους,
της χαρουπιάς δακρύζουνε και της ελιάς οι κλώνοι,
αυτοί που, τότε, στο χωριό μάς δώριζαν σκιά τους.

Koυμέττος Κατσιολούδης
(21-1-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου