Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η ΝΤΑΜΑ... ΧΑΘΗΚΕ!

Τα χέρια σου πώς λαχταρώ, αγάπη μου, στο μνήμα!
Αδιάκοπα, σε σκέφτομαι -δε σε ξεχνάω διόλου-
ποιος πούστης Χάρος σού 'κοψε, αιφνίδια, το νήμα
κι επήγαν όλα, μάτια μου, του κώλου και διαόλου;

Αυγή κι ηλιοβασίλεμμα; Πια, δε με συναρπάζουν!
Tα χείλια μου ξεράνθηκαν, δικά σου δε φιλάνε,
σαν σταλακτίτες, πένθιμα, τα δάκρυά μου στάζουν,
τα πόδια μου στο άγνωστο -για δείτε- περπατάνε.

Η αγκαλιά μου έρημη από στοργή και χάδια,
αδύνατον ν' αποδεχθεί το μπάρκο σου στα πέρα.
Σιγώ, ριγώ, δεν της λαλώ: πως θα 'ναι, πλέον, άδεια˙
νωρίς η ντάμα... χάθηκε, την κλαίει κι η σκακιέρα.

Η μάνα μου το γιόκα της, τον βλέπει να σπαράζει.
Το ταίρι του απόδημο και δε θα επιστρέψει˙
θανάτου το σενάριο, κανένας, δεν αλλάζει,
μονόδρομος ο νόμος του, αφού σε σαϊτέψει.

Στ' ορκίζομαι, καρδούλα μου, και στο υπογραμμίζω,
πως όταν μες στα όνειρα -γλυκά- θα σου μιλάω˙
για ένα θάμα να γενεί, μονάχα, θα ελπίζω:
"Kαθώς θα 'ρθω στο ξύπνιο μου... εσένα να κρατάω!".

Κουμέττος Κ.
(28-4-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου