Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

ΣΙΩΠΗΡΑ ΑΗΔΟΝΙΑ

Ξεραΐλα στην καρδιά μου, πριν τ' αγέρι να σε φέρει,
τι κι αν άλλες είχαν έρθει: δείλι, βράδυ, μεσημέρι;
Άσκοπος ο ερχομός τους -λόγι’ ανούσια, όσα είπαν-
μόλις σ' είδαν στα σκαλιά μου, κρύφτηκαν σε λήθης τρύπαν.

Μην γκρινιάζεις, δεν τις ξέρεις! Έλα, μπες μες στο πλευρό μου,
μες σ' αγιάζι Παραδείσου, σου 'λεγα τα σ' αγαπώ μου.
Ξέρεις; Χρόνια καρτερούσα, γύρω πίσσα το σκοτάδι,
Άγγελος... στο είπα; Moιάζεις! Θα γευθώ φωτός σου χάδι;

Ψύχος ζώνει τη ματιά σου, μου γεννά αμφιβολίες,
γράφoυνε στον πίνακά μου μ' αίμα μαύρο κιμωλίες.
Μάδησα όλα τ' αστέρια. Τα ρωτούσ' αν μ' αγαπούσες!
Όταν έφτασα στο τέρμα, δακρυσμένη με κοιτούσες.

Σιωπηρά, κλαίν’ τ' αηδόνια, πουθενά... οι παρτιτούρες,
ήτανε γι' αυτά οι νότες τής ζωής τους σημαδούρες.
Άλαλες οι οιμωγές τους, αγνοείται η φωνή τους,
κάθονται θρυμματισμένα απ' τη θλίψη στο κλωνί τους.

Φίμωσα την Εμπνευσμένη, πάλιν μη φωνάξει: "Kρίμα!"
Με κοιτούσαν οι στροφές της, δίχως στίχους, δίχως ρίμα.
Έπεισα τον καημό μου στα αντίο μη δακρύζει,
η καρέκλα δεν παλιώνει, αν το ξύλο της δεν τρίζει.

Άδικα -δεν το πιστεύω- πως βρεθήκαμε, καλή μου,
ήτανε γραφτό στον κόσμο -αχ, αλί και τρισαλί μου-
τ’ όνειρό μου ν’ ανταμώσω μες στα μάτια μου να σβήνει,
πάντα, πίσω του... μια πίκρα τ’ ανεκπλήρωτο αφήνει.

Koυμέττος Κατσιολούδης
(7-2-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου