AΓΓΕΛΟΣ ΚΥΡΙΟΥ
Πίσσωσε ο ουρανός, νέφη πένθη βρέχουν,
ξέβρασε η θάλασσα πτώματα τού αύριο˙
σ' όαση μια φοινικιά ψάχνει για δηνάριο,
σκήπτρα, γη και χρήματα, λίγοι τα κατέχουν.
Όραμα μου; Νεογνά να 'χουν σε φαρέτρα:
"Bέλη τρία σ' αριθμό κι ένα ίδιο τόξο!".
T' άδικο πώς θα 'θελα -πέρα- να το διώξω˙
άλλην χτίσε μας, Χριστέ, εκκλησιά σε πέτρα.
Άστεγος ο κόσμος μας˙ δες: σκυλιά πεινάνε,
γάτες νιαουρίζουνε, μ' αγνοείται χάδι,
στείρες -πλέον- οι ελιές, δεν παράγουν λάδι,
κλαίνε γέροι και παιδιά, "τίποτα" μασάνε.
Γύρω σου, το διέγνωσες! Oι μουρλοί μυριάδες˙
"μέτρον" ανισόρροπον κι ήθη μπερδεμένα,
πρόσωπα νυχτόβια -σήψη καλυμμένα-
βγάζουν άναθρες κραυγές μες στους μαχαλάδες.
Έσπασαν τα φρένα σου, σ' άσυλο τρακάρεις,
δίχα δίκη ντύθηκες: "Άγγελος Κυρίου!".
Θάνατος σ' αγκάλιασε τέλη τού Μαρτίου,
μες σε βένθος άνοιξης σ' είδαν να φουντάρεις.
Κουμέττος Κ.
(8-3-2012, Λευκωσία)
Πίσσωσε ο ουρανός, νέφη πένθη βρέχουν,
ξέβρασε η θάλασσα πτώματα τού αύριο˙
σ' όαση μια φοινικιά ψάχνει για δηνάριο,
σκήπτρα, γη και χρήματα, λίγοι τα κατέχουν.
Όραμα μου; Νεογνά να 'χουν σε φαρέτρα:
"Bέλη τρία σ' αριθμό κι ένα ίδιο τόξο!".
T' άδικο πώς θα 'θελα -πέρα- να το διώξω˙
άλλην χτίσε μας, Χριστέ, εκκλησιά σε πέτρα.
Άστεγος ο κόσμος μας˙ δες: σκυλιά πεινάνε,
γάτες νιαουρίζουνε, μ' αγνοείται χάδι,
στείρες -πλέον- οι ελιές, δεν παράγουν λάδι,
κλαίνε γέροι και παιδιά, "τίποτα" μασάνε.
Γύρω σου, το διέγνωσες! Oι μουρλοί μυριάδες˙
"μέτρον" ανισόρροπον κι ήθη μπερδεμένα,
πρόσωπα νυχτόβια -σήψη καλυμμένα-
βγάζουν άναθρες κραυγές μες στους μαχαλάδες.
Έσπασαν τα φρένα σου, σ' άσυλο τρακάρεις,
δίχα δίκη ντύθηκες: "Άγγελος Κυρίου!".
Θάνατος σ' αγκάλιασε τέλη τού Μαρτίου,
μες σε βένθος άνοιξης σ' είδαν να φουντάρεις.
Κουμέττος Κ.
(8-3-2012, Λευκωσία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου