Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

ΛΗΘΗ

Πόσες, αλήθεια, οι φορές, που μ' άδειασες τη μνήμη;
Δάκρυ, χαρά τα έριξες σε τάφο, δίχως στίγμα.
Λάθη και πίκρα σύναξες˙ την έχεις, τέτοιαν, φήμη,
τίποτις δε μου άφησες. Eνθύμιο; Oύτε δείγμα!

Λήθη, σαν αστραποβροντή στα δυο μοιράζεις νύχτα,
παίρνεις σβηστήρι, προχωρείς˙ αφθαίρετα διαγράφεις,
πιάσ' τα μαλλιά σου, τα λιτά, και πίσω όλα ρίχτα,
αύριο εικόνα μη θωρώ, ωσάν μου περιγράφεις.

Λύπη ριγά κι αναζητά, καρδιά/σκαμνί να κάτσει,
στέκει ο Πύργος της Βαβέλ, χωρίς να 'χει τελειώσει,
φεύγει ο Άσωτος Υιός, μα αγνοεί χαράτσι,
όταν θα έρθει η στιγμή ντροπής που θα πληρώσει.

Πλέκει αράχνη τον ιστό, παγίδα ετοιμάζει,
έντομο μέσα να πιαστεί, να έχει να δειπνήσει,
σφίγγει ο χρόνος τη θηλειά, βαθιά, αναστενάζει,
θύμηση που τη λάτρεψε, ευτύς, να στραγγαλίσει.

Λήθη, για πού το έβαλες, κρατώντας -πάλι- φτυάρι;
Xώμα τού χθες, αλύπητα, τσαπίζεις˙ βγάζεις τρύπα.
Άσε μου κάτι φυλακτό, για κάνε μου τη χάρη,
κύρη μικρή ανάμνηση˙ αν έχεις λίγη τσίπα.

Κουμέττος Κατσιολούδης
(26-10-2010, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου