Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΚΑΝΤΗΛΙ

Καντήλι άναψα στο χθες, μα 'σύ δε βγήκες έξω,
μέσα σε βένθος λησμονιάς θεάθηκες να είσαι,
όταν σε είδα, στην αρχή, εδίσταξα να τρέξω,
μα μ' έσπρωξε έσω φωνή: "Nα πας και μάγια λύσε!".

Σε σκότος/πίσσα τής ψυχής, βυθίστηκα μαζί σου,
μου 'πες για ένα "Σ' Αγαπώ!", που είχες φυλαχτό σου,
σ' ένα σοκάκι τής νυχτός μού δείχνεις νταβατζή σου˙
σε έπιασε και ξέσχισε το άσπρο νυχτικό σου.

Στη χούφτα κράταγες, σφιχτά, λυσίκομο νυστέρι,
στέλνεις στο σώμα μου ματιά˙ προτρέπεις: "Άντε έλα!".
Βρέθηκα δίχως να σκεφτώ η Αίσα τι θα φέρει,
με σένανε, αγάπη μου, στης σάρκας τα μπορντέλα.

Η λάμπα κόκκινο ξερνά, ντουβάρια χρωματίζει,
σα σε ρεμβάζω, όπισθεν, τη μνήμη σού γυρίζω,
δώδεκα ήσουν δεκατριών; το γιασεμί μυρίζει,
με χάδια στην αγκάλη μου, γλυκά σού ψιθυρίζω:

Δεν ξέρεις πόσο "Σ' Αγαπώ!", προτίμα να μη μάθεις.
Μέχρι ψηλά στον ουρανό, που λάμπουνε τ’ αστέρια;
Όχι, εκεί, είναι κοντά! Αν θα σου πω θα πάθεις...
Να πάθω κάτι δεν μπορεί, μες στα δικά σου χέρια.

Με κοίταγες κι εγώ γλυκά, σε πίεζα στο στρώμα,
θύμησες ντόμπρες, διαυγείς, σου χάραζα στα χείλη˙
δείχνεις προς ίσαλο ψυχής, μου λες κι αλλάζεις χρώμα:
"Tα μάγια κι αν ελύθηκαν, σβηστό είν' το καντήλι!".

Κουμέττος Κ.
(7-2-2011, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου