Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

ΤΙ ΚΡίΜΑ, ΟΙΚΟΥΜέΝΗ!

Ψάχνω καρδιάς σου αντηλιά, 
ψυχής σου τ' Άγιο-Σπέρμα,
δίδω στο κάρμα δυο φιλιά 
κι αυτό γυρνά το κέρμα.

Μια βουβαμάρα, γύρω σου,
ραπίζει τη μιλιά σου˙
λούσε με μύρο βάφτισης...
τ' αμαρτωλά μαλλιά σου.

Όσο κρατά ένας καφές,
για κάτσε να τα πούμε˙
είναι δυο-τρεις επιγραφές,
ο κόσμος μας που ζούμε.

Θέρμη από το τζάκι μου,
για πάρε -μην ξεχάσεις-
κι άκουσε τ' αηδόνια μου˙
αχ, μην τα προσπεράσεις!

Τρέπει δειλούς προς τη φυγή...
το ανεκπλήρωτό τους,
χάνουν, χωρίς να διεκδικούν...
χαράς το μερτικό τους.

Σβήνω του χθες μου αφορμές
κι αιτίες, μη σε χάσω,
μοιάζουν του νου μου συνειρμοί,
με δίχα τάστα μπάσο.

(Σφίγγεις σα μέγγενη τη Γη,
Παράλληλέ μου, πρώτε˙
δένεις το "τώρα" στην αυγή,
το "αύριο" στο "τότε".

Κρύψε με στην Ανταρκτική,
για 'κεί στο Βόρειο Σέλας,
φάση μη δω χιμαιρική,
μη φθάσω σ' όρια τρέλας...

...δείξε μου πρύμνη βαποριού,
που σάλπαρε στα πέρα˙
μάνα, για βράσε μου νερό...
για τσάι στην τσαγιέρα.

Στείλε με στον περιπτερά,
φυλλάδα να σου φέρω,
κύρη μου, έφυγες -νωρίς-
δε σ' έφτασα σα γέρο).

Στέρεψαν οι ελπίδες σου...
τι κρίμα, Οικουμένη!
Στέκεις ψυχρή κι απόκληρη,
στο σκότος μουγκαμένη.

Όσα, που θέλεις να μου πεις,
σε λέξεις δε χωρούνε˙
δε θα σου πω: "Yπερβολές",
τη σκέψη μου αρνούμαι!

Κουμέττος Κ.
(16/7/2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου