Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

LAST VOYAGE

Στο Έβερεστ ανέβαιναν Μογγόλοι ορειβάτες,
βαραίνει η τροπόσφαιρα, ψηλών βουνών το κλίμα˙ 
παλεύει μες στα πέλαγα βαπόρι με το κύμα,
η ρότα του στο πουθενά, με δίχως επιβάτες.

Γοργόνα που τ' αντάμωσε μια νύχτα τού χειμώνα˙
αν ζει ο Μέγ' Αλέξανδρος, το ρώτησε, αν ξέρει.
Μ' αυτό, αντί γι' απάντηση, της άπλωσε το χέρι,
μες στην παλάμη του φωνή τής λέει: "Βαβυλώνα!"

Προβέτζο το εξάφνιασε κι εφάνη τραμουντάνα,
αλύπητα, η θάλασσα τού γδέρνει τη μοράβια˙
θυμάται δυο ξαδέρφια του, που ρίχναν παραγάδια
και μια μικρή στο Tokyo να φτιάχνει Ikebana.

Στη Μassalia πρόφτασε τ' ανήλιαγα μπορδέλα,
τις λάμπες που κοκκίνιζαν, για να καλάρουν ναύτες,
πριχού τους παραλάβουνε στο μέλλον νεκροθάφτες,
σε στρώματα ξαλάφρωναν μ' αγίνωτη κοπέλα.

Μαρκόνι σαν τιτίβιζε, λογιόταν σαν καρδιά του,
ραπόρτα του διαμοίραζαν το γέλιο και το κλάμα˙
o Richter ταρακούναγε, γερά, τη Yokohama
κι ο κύρης, πριν να κοιμηθούν, φιλούσε τα παιδιά του.

Η λαμαρίνα σκούριασε κι αρχίνισε να μπάζει,
μ' αλήθεια, ποιος το ρώτησε, πού θέλει ν' αποθάνει.
Παρά νεκρό και ξέμπαρκο σε χώμα ή λιμάνι,
σε βένθος κάλλιο τού βυθού το σώμα μου ν' αράζει!

Κουμέττος Κ.
(29-4-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου