Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 12 Μαρτίου 2017

ΜΙΑ ΦΟΡά ΣΤΑ ΧίΛΙΑ ΧΡόΝΙΑ...

Αχ, του ήθους το σιγκούνι, το φορούνε -πια- σπιούνοι˙ 
θλίψη σπέρνουνε στα πλήθη έμποροι και τοκογλύφοι.
Τρών' χαβιάρια στις Βρυξέλλες κι άλλων τ' όνειρο σαρδέλες,
σαν τ' ακούραστα τους χέρια θάβουν γέλια στη μιζέρια.

Τύχη παίρνουν να φυτέψουν -να 'χουν κάτι να πιστέψουν- [...]
κι άστρα πάνω της κεντάνε, να 'χουν φως να ξενυχτάνε,
να σμιλεύουν, μ' εξωστρέφεια: ζεύγη μέταλλα σε ντέφια,
που καθώς θα κουδουνίζουν κοιμισμένους θ' αφυπνίζουν.

Άλαλοι, με δίχα λόγια -άδεια πλοίων νηολόγια-
ξεπηδoύν γαλάζιοι γλάροι, απ' του Αλαντίν λυχνάρι.
Στον αιθέρα μοιάζουν βόλια, ψάχνουν κίβδηλα ειδώλια,
στην καρδιά να σημαδέψουν, μπας και τα εξολοθρέψουν.

Την Ελένη πήρες, Πάρι; Δε σε πήραμε χαμπάρι!
M' άλγεβρα, γεωμετρία... δεν αρκεί να πας στην Τροία!
Θάλασσα -αρμύρας λίμνη- σπρώξε μ' άνεμο την πρύμνη,
σα στην πλώρη τρεις προφήτες προμηνύουν πύρρειες ήττες.

Μια φορά στα χίλια χρόνια, Διγενή μου, μες στ' αλώνια,
θα σουβλίζεται ο Χάρος απ' της ράτσας μας το θάρρος˙
κι όλοι μες στην Οικουμένη: πληγωμένοι, προδομένοι,
θα θυμούνται τον Αιώνα... το Χρυσό σου, Παρθενώνα!

Κουμέττος Κ.
(4/9/2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου