Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΚΑΛάΘΙΑ ΑΡΧΑίΑΣ ΤΡΑΓΩΔίΑΣ

Αυτόχειρα τα χέρια μας, 
κουλλή ψυχή στο σώμα,
κονσέρβας άγευστη τροφή...
μασάει κάθε στόμα.
Παιδιών τα γόνατ' άγδαρτα, 
δεν άγγιξαν αγκάθια,
χωρίς ιτιά ή λυγαριά, 
πώς δένονται καλάθια;

Το καλημέρα χάθηκε...
κι ο Ήλιος δε γελάει,
αναπολεί του χθες ζωή,
στο χώμα π' αγαπάει.
Στα περιβόλια με ανθούς 
τής λεμονιάς να παίξει
και σε αλάνες, με χαρά... 
τ' απόγιομα να τρέξει.

Οι άνθρωποι φορέσαμε 
στις πόλεις προσωπεία,
σε ρόλους ανηθοποιών 
σ' αρχαία τραγωδία.
Και γι' από μηχανής Θεό, 
δε γράφει το σενάριο,
μονάχα, γιεν βλέπω κι ευρώ, 
μαζί τους... το δολάριο.

Σε τσόχα, όλα, παίζονται 
κι εμείς τυφλοί στη Ρώμη,
στο Κολοσσαίο θεατές, 
σαν σφάζονται οι νόμοι.
Η κάθαρσις νά 'ρθει αργεί, 
για να σταθεί παρούσα,
η ύλη μοιάζει φυλακή... 
κι η ευτυχί' απούσα.

Μαζί μας -μόνο- το εγώ, 
μιας κι η σκιά απέχει,
το ψέμα μας ν' ακολουθεί...
βαριέται, δεν αντέχει.
Κι ο ταύρος σε προθέρμανσης
ταυρομαχί' αρένας,
ρολόι τσέπης δέσμιο...
φαντάζει μιας καδένας.

Οι ευωδιές στερέψανε...
κι αναζητείται λύσις,
τη μνήμη μας -ανάδρομα-
καθοδηγά η φύσις.
Σε ώμους στάμνες κοριτσιών,
γιομάτες κρήνης ήθος,
τα παραμύθια τής γιαγιάς...
Αισώπου γνέθει μύθος.

Αυλές μυρίζουν γιασεμιά, 
καφέ ψήνει το μπρίκι,
με μαστραπά πίνουν νερό...
πεντέξι πιτσιρίκοι.
Ας πάμε, πίσω, στα χωριά...
με την πατερημί μας,
ν' ανάψουμε στην Παναγιά
κερί για την ψυχή μας.

Κουμέττος Κ.
(8-7-2011, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου