Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

ΖΩΟΥΛΑ ΜΟΥ, ΚΛΕΜΜΕΝΗ

Σημάδεψες το όνειρο στο κέντρο μη σαλέψει,
από μικρό το ντάντευες -του άλλαζες και πάνες-
μα στην πορεία έμποροι σ' το είχανε νοθέψει˙
κι εσύ απόκληρη γενιάς μες σ' αδειανές αλάνες.

Αμπάρωσες τη μάνα σου, τον κύρη σου στο σπίτι,
να πάρεις, έστω, μια ευχή μ' αγνότητα ζωσμένη,
καθώς θα έφευγες να βρεις τον έννατο πλανήτη,
αυτόν που θα ονόμαζες: "Ζωούλα μου, κλεμμένη!"

Σκυλιά, τριγύρω, αλυχτούν -με φόβο- πριν να φέξει
κι αργόσχολοι σαλίγκαροι σε τοίχους ανεβαίνουν˙
η ώρα πήγε τέσσερις, σε λίγο θά 'ρθει έξι,
αλέκτορες συνομιλούν˙ ξημέρωμα υφαίνουν.

Το χέρι σου σχοινοβατεί σε ράγες τετραδίου,
αειθαλές το σκήνωμα τής έρμης τής ψυχής σου,
το βλέμμα της σε έξοδο -υγρή τής Γης αιδοίου-
κι εσύ γυμνή, δες κρέμμεσαι, στην άκρη ιαχής σου.

Να δώσεις χαιρετίσματα πολλά στον Καρυωτάκη
και μια ευχή ανάπαυσις καρδιάς στην Πολυδούρη,
τα όσα που δε ζήσανε σε τούτον τον κοσμάκη,
στον Παρθενώνα ιστορούν Καρυάτιδες και Κούροι.

Κουμέττος Κ.
(16/4/2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου