Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΜΑΝΑ


1987

Μέχρι τότε, δεν αντιλήφθηκα τη σημασία σου γραμμή,
μέχρι τότε δεν αναρωτήθηκα για σένα. Μέχρι τότε!
Από τότε, όμως, έμαθα να ζω μαζί σου,
από τότε δεν αναρωτήθηκα για το ρόλο σου, τον γνώρισα τότε!
Είσαι εκεί, σήμα κατατεθέν της διπλής μου ζωής,
της μοιρασμένης καρδιάς μου.
Είσαι εκεί, για να μου θυμίζεις τα παιδικά μου χρόνια,
εκεί, στη γη που γεννήθηκα,
αλλά που δεν με άφησαν, εκεί, να μεγαλώσω!

Τι κι αν στα δώδεκά μου χρόνια χωριστήκαμε, για πρώτη φορά, μητέρα; Τότε, προσδοκούσα κι ήξερα πως θα ιδωθούμε, έστω και για μια φορά το μήνα... έστω κι αν αυτό δεν μου ήταν αρκετό κι ούτε το καταλάβαινα. Κι όμως... τότε, είχα μάνα, ενώ τώρα... δεν έχω.

Τι κι αν τα πρωινά, προτού πάμε σχολείο, όλα τα συνομήλικα μου γειτονόπουλα, εκεί, στον προσφυγικό συνοικισμό του Αγίου Παύλου, έπαιρναν το φιλί της μάνας, προτού πάνε στο σχολείο κι εγώ όχι. Ενδόμυχα, τα ζήλευα, αλλά έπαιζα τον τυφλό κι έδενα ξανά τα κορδόνια των παπουτσιών μου, μέχρι να έρθουν, για να οδεύσουμε προς το σχολείο.

Τι κι αν στο σχολείο, κατόπιν, πολλές μανάδες, καθώς κατέβαζαν τα παιδιά τους από το αυτοκίνητο τα φιλούσαν, τα χάιδευαν στοργικά στο κεφάλι και τους έδιναν και μια συμβουλή. Για μένα όλα αυτά δεν υπήρχαν! Ευτυχώς, όμως, υπήρχε η μπάλα του ποδοσφαίρου και το μάτι μου αποπροσανατόλιζε την καρδιά μου.

Τι κι αν όταν κάποιος συμμαθητής μου χτυπούσε, η μάνα του ήταν, εκεί, στο σχολείο σε πέντε, δέκα το πολύ, λεπτά! Εγώ πρόσεχα μη χτυπήσω, διότι μάνα δεν θα ερχόταν. Κι όμως... τότε, είχα μάνα, ενώ τώρα... δεν έχω.

Τι κι αν το μεσημέρι, όλες, οι μανάδες ανέμεναν τα παιδιά τους με μια αγκαλιά κι ένα φιλί στην είσοδο του σχολείου. Ευτυχώς, για μένα υπήρχε η πλαϊνή πόρτα εξόδου και διέφευγα, σαν δραπέτης, μαζί, όμως, πάντα... με το ανεκπλήρωτο κενό μου.

Τι κι αν στο σπίτι όλοι οι συμμαθητές μου είχαν έτοιμο και ζεστό φαγητό, καθαρά και σιδερωμένα ρούχα και μια μητρική έγνοια για το πώς πέρασαν στο σχολείο. Εγώ είχα, συνήθως, ξαναβρασμένο χθεσινό φαγητό ή κανένα τηγανητό αυγό που ίσα-ίσα που προλάβαινε να μου τηγανίσει η αδελφή μου στο διάλειμμα από τη δουλειά της.

Τι κι αν διάβαζα ή δεν διάβαζα; Ποιος θα με έλεγχε, ποια μάνα; Καμιά! Κι όμως... τότε, είχα μάνα, ενώ τώρα... δεν έχω.

Τι κι αν έπαιρνα βραβεία και διακρίσεις στο σχολείο και στο κλασσικό αθλητισμό; Στην κερκίδα της καρδίας μου, στην κερκίδα της ζωής μου, πάντα δυο θέσεις αδειανές... της μάνας μου και του πατέρα μου.

Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, όταν ήμουν δεκαεπτά ετών και ζούσα, ήδη, μόνος στη Λευκωσία, μια βραδιά Σαββάτου είχε έρθει κι η μητέρα μου και μέναμε μαζί. Το βράδυ, ως συνήθως τα Σάββατα, άργησα να πάω για ύπνο και γύρω στις 3 τα ξημερώματα, σαν μπήκα στο διαμέρισμα, με ρώτησε με αγωνία και θυμό: ''Πού ήσουν, ρε Κουμή, ως τούντην ώραν;'' Πήγα στο δωμάτιο μου κι έκλαψα... εκείνο το Σαββάτο είχα μάνα.

Οι πλείστοι από σας, εδώ, φίλοι μου, δεν με καταλαβαίνετε, πλήρως, διότι περιέγραψα -εν συντομία- την εφηβική μου ζωή, τη ζωή ενός παιδιού με εγκλωβισμένους γονείς.

Όμως, το ατσάλι όσο το χτυπάς σκληραίνει... κι εμάς, τα παιδιά των εγκλωβισμένων, από μικρούς μάς σκληραγώγησαν τον ψυχισμό μας, εκεί, στον μυριοπλούμιστό μας Κορμακίτη! Από μικρούς οι μανάδες μας, οι γονείς μας, μας αντιμετώπιζαν ωσάν μικρούς/μεγάλους, ωσάν και να μας προετοίμαζαν για τον χωρισμό που θα επακολουθούσε, ενισχύοντάς μας τα συναισθηματικά μας αντισώματα, για να επιβιώσουμε στην προσφυγιά. Κι όμως... πάλι μας έλειπαν! Κι όμως... πάλι τους θέλαμε κοντά μας!

Την προηγούμενη Πέμπτη τ' απόγευμα, εκεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, λίγο πριν μετοικήσεις στην Αιώνια χώρα των Ψυχών με κοίταξες, μάνα, μ' ένα ύφος απολογητικό για όλα αυτά που δεν ζήσαμε και δεν θα ζήσουμε μαζί, για όλα αυτά που στερηθήκαμε κι οι δυο μας. Θέλω να ξέρεις, μάνα, πως έστω κι αν στο ταξίδι της ζωής χάσαμε και δεν ζήσαμε μαζί πολλά επεισόδια, αυτά που ζήσαμε μέχρι τα δώδεκά μου χρόνια, εκεί, στον Κορμακίτη μας, ήταν και τα πιο ουσιώδη. Ήταν αυτά που καθόρισαν το ποιόν του χαρακτήρα μου, ήταν αυτά που σφυρηλάτησαν, μέσα μου, το μαρωνιτισμό με τα ιδιάζοντά του χαρακτηριστικά: την πίστη στο Χριστό και την αφοσοίωση στον τόπο μας, στα ήθη και έθιμά μας, στις καταβολές μας, στη γλώσσα μας, αλλά και το σεβασμό και την εκτίμηση προς τους ιερείς και τις καλόγριές μας, τον σεβασμό στους δασκάλους και δασκάλες μας, το σεβασμό προς τους μεγαλύτερούς μας, την αλληλεγγύη στον πάσχοντα συνάνθρωπo, τον εκκλησιασμό την Κυριακή κ.α.

Άι μου Γιώρκη, προστάτη του χωρκού μου, χτες η Κατίνα, η γιεναίκα του μακαρίτη του Αντώνη του Κατσιολούδη, του γιου του Κουτσοπετρή τζιαι της Χρυσαππούς, η γιεναίκα του γνωστού σε ούλλους Πίστα, η κόρη των μακαρισμένων Κουμεττάρου τζιαι Χριστίνας, η αρφή της Πιερ-Πάουλας, του Κωσταντή τζιαι της Ιωάννας, η αρφή των μακαρισμένων Πέππου τζιαι Γιώρκου Σιαμπλαρά, η μάνα του Πέτρου, της Χριστίνας τζιαι της Χρυσούλλας, η μάνα του μακαρισμένου συνονόματου αδελφούλη μου Κουμέττου, τον οποίον δεν γνώρισα ποτέ, η Κατίνα η μάνα μου, η Πίστενα, ήρτεν τζιαμαί στην εκκλησιάν σου για τον ύστατον ποσσιαιρετισμόν, ήρτεν τζιαμαί στην εκκλησιάν σου, στην εκκλησιάν του χωρκού της, του Κορματζίτη της, για τον οποίον εθυσίασεν ακόμα τζιαι τα χρόνια της που θα είσσεν με τα παιθκιά της για χάρην του, ήρτεν τζιαμαί για να θαφτεί στον τόπον της, να γένει έναν με την γην της, ήρτεν τζιαμαί για να ποσσερετίσει, όμως, πρώτα τους συμπολεμιστές τζιαι συνοδοιπόρους της, τους εν ζωήν εγκλωβισμένους μας. Μαζίν επέρασαν πολλά, για τριανταπέντε εώς σήμερα χρόνια, τριανταπέντε χρόνια βαμμένα με το μαράζιν τζιαι με την ελπίδαν μιας λύσης, τριανταπέντε χρόνια ταλαιπωριών στα οδοφράγματα για να θωρκούνται με τα παιθκιά τους, τριανταπέντε χρόνια τζιαμαί, σαν τα πορρίζια αποκομμένοι τζι’ απομονωμένοι, αλλά μες στη γην τους, τζιαμαί θεματοφύλακες της Μαρωνιάς, να καρτερούν λευτερκάν για τον τόπον τζιαι διτζιαίωσιν του αγώνα τους, τζιαμαί στον λατρευτόν τους Κορματζίτην, τζιαμαί ριζωμένοι εώς τζιαι το κόκκαλον.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΡΟΜΑΧΟΥΝΤΕΣ

Ριζώσατε, εκεί, στον Κορμακίτη σας, αμετακίνητοι βράχοι,
γυρνώντας την πλάτη,
αγνοώντας σειρήνες,
φυλάγοντας Θερμοπύλες.
Χρεωθήκατε, αβίαστα, το μαρτυρικό φορτίο
και παραμείνατε, εκεί,
Ελεύθεροι Εγκλωβισμένοι,
ανώνυμοι προμαχούντες,
ηρωικοί κοινωνοί και μετέχοντες
στην ανεπανάληπτη ιστορική μέθεξη,
που επιφυλακτικά σάς προσκάλεσε
κι εσείς δηλώσατε, ανενδοίαστα, παρόντες!

Άι μου Γιώρκη, πιάσ' την μάναν μου που το σσέριν τζιαι πάρ' την τζιαι παρέδωσ' την στον Κύριον, τζιαι πε Του πως ήταν πιστή υπηρέτρια των παρατζελμάτων Του σε ούλλον της το βιος. Θαρκούμαι πως, ήδη, Τζιείνος ξεύρει την καλά τζιαι εννά την κρίνει δίκαια.

Μana, slamat mi l-kulitna fi l-kullon l-maytin şatna u pusinni l-yapati u l-xayti. (Μτφ.: Μητέρα, χαιρετίσματα από όλους μας σε όλους τους νεκρούς μας και φίλησέ μου τον πατέρα μου και τον αδελφό μου).

Αιωνία σου η μνήμη, μητέρα μου, και καλό σου ταξίδι.

Σε φιλώ, ο Κουμής σου!
29 Μαΐου 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου