Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

ΕΚΕί, ΠΟΥ ΧΤΥΠά Η ΚΑΡΔΙά ΤΩΝ ΜΑΡΩΝΙΤώΝ!
Τι σημαίνει Μαρωνίτης; Απλά, Χριστιανός Καθολικός, με ρίζες στην Ανατολία; Τι άλλο μπορεί να σημαίνει Μαρωνίτης; Mα τι άλλο, αλήθεια, μπορεί να σημαίνει από έναν καλό άνθρωπο, μια εκκλησιά κι ένα ξωκλήσι, αλλά και μια καμπάνα. Μια καμπάνα, που ο ήχος κι η ηχώς της αντηχεί, μέσα του, αδιάκοπα. Κι η καρδιά του πάλλεται, πάλλεται χαρμόσυνα και μνημόσυνα, πάλλεται μες στους αιώνες. Κι η καρδιά του σχηματοποιημένη καμπάνα, που ο χτύπος της αντηχεί, αέναα, μες στον χρόνο από καρδιά σε καρδιά, λες κι είναι μια σκυτάλη, που παραδίδεται από γενιά σε γενιά, από τον πρόγονο στον απόγονο, αλλά κι από τον απόγονο στον πρόγονο, διότι μες σε κάθε ζώντα Μαρωνίτη συμπυκνώνεται και συνενώνεται το χθες με το σήμερα και το σήμερα με τ' αύριο. Και πάμε μπροστά, αλλά και πάμε και πίσω. Και πάμε και πιο πίσω. Εκεί, στις καθαγιασμένες βουνοπλαγιές τής Μεγάλης Συρίας, όπου ο Άγιος Μάρωνας ξεγέννησε από την πνευματική του μήτρα τον πρώτο του ακόλουθο κι ο ένας έφερε τον άλλον. Κι έγιναν χιλιάδες. Κι έγιναν μυριάδες. Κι όδευσαν, όλοι... χέρι-χέρι, μαζί, προς την ομφαλική Θεομήτωρ Βηθλεέμ, προς τα μαρτυρικά κι αναστάσιμα Ιεροσόλυμα κι έψαλλαν και ψάλλουν το Pşixot Iko. Κι από εκεί επιστρέφουν στα κεδροφυτεμένα κι ευλογημένα βουνά τού σημερινού Λιβάνου, αλλά και μπαρκάρουν, σαν αλλοτινοί θαλασσοπόροι Φοίνικες, και προς την αφρογέννητή μας Κύπρο. Αιώνες μαρωνίτικης ιστορίας καταγράφονται σ' αυτόν τον φιλόξενο, βασανισμένο, μα πανέμορφο τόπο, αιώνες θυσίας, αιώνες φωνής, σιγής, πληγής, κραυγής. Από την Παναγία -στο Μαρκί- στο Βαρώσι, στην Ιερά Καρδία και στην Αγία Άννα, από την Κυθρέα και τον Άγιο Αντώνιο της, τον Άγιο Ρωμανό -στο Βουνό- στην Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας, στο Μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία, στον Ασώματο και στον Αρχάγγελο Μιχαήλ του, στην Παναγία τής Καμπυλής, στην Καρπάσια και στον μαρτυρικό Σταυρό της· κι από άλλες δεκάδες διασκορπισμένες και σβησμένες (μα ποτέ ξεχασμένες) μικρές πατρίδες, στον χαλκέντερο, στον αλύγιστο κι ανυπότακτο Κορμακίτη, όπου ο μύθος αντάμωσε κι ερωτεύτηκε, σφόδρα, την ιστορία, όπου οι άνθρωποι γιγαντώνονται πίνοντας το νερό τής ξεδιψάστρας βρύσης του. Και καρτερικά χαμογελούν κι υπομένουν, αγόγγυστα. Και μένουν, εκεί, όρθιοι κι άκαμπτοι, αρυτίδωτοι συμπαγείς βράχοι κι αγέραστοι πελώριοι πλάτανοι. Πιο λεύτεροι κι απ' τους λεύτερους, πιο ήρωες κι απ' τους ήρωες. Και δείτε τους! Δείτε τους πώς με την τρίτη καμπάνα συμμαζεύονται, όλοι, ζωντανοί και νεκροί, στη μικρή, μα κι απέραντη πλατεία. Κι ανεβαίνουν, αγκαλιασμένες ψυχές και σώματα, τα σκαλιά. Και μπαινοβγαίνουν, καθημερινά, στον μεγαλοπρεπή Ιερό Ναό τ' Αγίου Γεωργίου τους, αλλά και σ' αυτόν στο Μοναστήρι τού Τάγµατος των Φραγκισκανών μας καλογραιών. Κι εκδράμουν, κατόπιν, στο ξωκλήσι τού παλικαριού τους, αφού προηγουμένως ανάψουν το κερί τους και προσκυνήσουν στο ξωκλήσι τής πανάγαθης Παναγιάς τους. Κι αδιάκοπα κι άοκνα, σεμνά και ταπεινά, προσεύχονται. Κι όλο προσκυνούν. Προσκυνούν, γονυπετείς. Ποιοι; Oι απροσκύνητοι! Οι απροσκύνητοι κι ανυποχώρητοι λεβέντες, οι περήφανοι απόγονοι τής γενέθλιας γης τους. Δείτε τους και καμαρώστε τους, καθώς στέκονται κάθε αυγή και κάθε λιόγερμα κι αγναντεύουν τους αταλάντευτους ορίζοντες των αγαπημένων τους θαλασσών: του Λιθράτη τους, του Μεριτζιού τους, του Κόρνου τους και της Σαντούκας τους. Δείτε τους πώς αγναντεύουν, μ' εκείνο το άκαμπτο, γαλήνιο κι αξιόχρεό τους βλέμμα, τα ολοπράσινά τους περιβόλια τους, που φαντάζουν σαν μικροί Παράδεισοι, μες στον ζωοδότη κάμπο τους κι αλλού. Και γύρω τους, ακοίμητοι φρουροί τους και ζωτικοί οξυγονοδότες τους, τ' ανυστερόβουλά τους πευκώδη δάση. Και γύρω τους: οι ρεματιές, οι λόφοι, οι χείμαρροι, οι χωματόδρομοι, τα πηγάδια, οι φράκτες, οι γκρεμοί κι οι λαγκαδιές. Κι όλα, μαζί, συνουσιασμένα, κάτω από έναν πάναστρο τις νύχτες και καταγάλανο τις μέρες μαρωνίτικο και πανανθρώπινο ουρανό, που κι αν πρόσκαιρα δακρύζει... είναι για να ποτίζει το κορματζιθκιάνικο μυρίοπλουμο και μυριάνθιστο χώμα, την ποικιλόμορφη χλωρίδα και πανίδα τής μυροβόλας πατρώας γης μας. Αυτού του πολύχρωμου κι αμάραντου ψηφιδωτού, που όσα κι όσοι το συνθέτουν, κάθονται -ισότιμα- γύρω από μια πλουσιοπάροχη ποικιλόχρωμη τάβλα, για τσιμπούσι: για χορό, κρασί και φαΐ, για αραμαϊκούς ψαλμούς και τραγούδι στη γλώσσα μας, στη sanna, για την αγαπημένη τους γη: Aδi l-art, smacu, ma e te l-şivexen, elu jump tantsur kulitna exen, aδi l-art l-Rabbi, ma savaxa pşanna, savaxa pşan tannatia fi l-ulatna (μτφ. αυτή η γη, ακούστε, δεν είναι κανενός, ελάτε κοντά να γίνουμε όλοι ένα, αυτήν τη γη ο Θεός, δεν την έκανε για μας, την έκανε για να τη δώσουμε στα παιδιά μας). Όλοι κι όλα, γύρω από μια ανοιχτόκαρδη και καλόψυχη τάβλα, όπου εκεί ανταμώνουνται τα κοπάδια των αιγοπροβάτων, τα λιόδεντρα κι οι χαρουπιές, οι ιερείς κι οι ψαλτάδες, οι καλόγριες, οι δάσκαλοι, οι βοσκοί κι οι γεωργοί μας, οι περιβολάρηδες, οι ψαράδες κι οι κυνηγοί μας, οι γέροι κι οι νέοι μας, οι σχοινιές και τα θυμάρια, οι ξισταριές, οι καππαριές, οι αγριελιές, τα μανιτάρια, οι λαγοί κι οι πέρδικες, οι αλεπούδες και τα σπουργίτια μας, οι πετεινοί κι οι κότες, οι φάσσες και τ' αγριοπερίστερά μας, τα σκυλιά και τα γατιά μας, οι μυρσινιές, οι πορτοκαλιές, οι λεμονιές μας, οι πρόσφυγες, οι πεσόντες κι ο αγνοούμενός μας... και τόσα κι άλλα τόσα άλλα. Μαζί, σ' ένα αδιαχώριστο χωροχρονικό γίγνεσθαι... μαζί, η φύση κι ο άνθρωπος. Κι οικοδέσποινα... ποια άλλη; H αγάπη... δηλαδή ο Θεός!
Κουμέττος Κατσιολούδης
Οκτώβριος 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου