Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

ΘΑΛΑΣΣΑ

Πόσοι σταυροί στο κύμα σου, αχ, θάλασσα, φυτρώνουν;
Mανάδες πόσες καρτερούν και πόσες μαραζώνουν;
Πάρε κλωστή ορίζοντα και πλέξε μαύρο βένθος,
ανείπωτο που χάραξες μες σε καρδιές το πένθος.

Άστρα, ψηλά, σχοινοβατούν στου μπούσουλα τη ρότα,
γυναίκες, δίπλα ορφανά˙ ελπίδας σβήνουν φώτα.
Θάλασσα, πώς το άντεξες να πάρεις τον καλό τους,
πατέρα, άντρα κι αδελφό από το σπιτικό τους;

Μαύρο πανί κάθε σκαρί υψώνει σε λιμάνι,
Εβραίοι, κλαίνε Χριστιανοί, αλλά και Μουσουλμάνοι,
Βούδας γεννιέται στο Νεπάλ, Κολόμβος πλώρη βάζει,
η Πηνελόπη προς γιαλό θωρεί κι αναστενάζει.

Oύριος φυσάει άνεμος μ’ αντίτιμο Αυλίδας,
στα βάθη σου ίχνη ξηράς˙ Χαμένης Ατλαντίδας.
Θάλασσα, οι αγκάλες σου τριήρεις νανουρίζουν,
νησάκια -θήλες στήθους σου- το νόστο γαλακτίζουν.

Ψήνει καφέ μαρκονιστής κι αποθυμά πατρίδα,
για ν’ αλιεύσεις το φαγκρί, το δόλωμα γαρίδα.
Θάλασσα, πώς σαγήνευσες το ναυτικό κοντά σου,
πιστός να σού ’ναι εραστής στον αρμυρό οντά σου;

Πλέει ομφάλιος στεναγμός μες σ' αμνιακό σακίδιο,
ναυτάκια/βρέφη ξεγεννάς, ουδένα μ' άλλο ίδιο.
Κάθε ζωή σ' ανατολή... η μοίρα της η δύση˙
μαντήλι άσπρο χωρισμού... γελάει, μη δακρύσει.

Koυμέττος Κ.
(4/6/2011, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου