Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

ΟΔΟΣ ΣΟΥΤΣΟΥ

Δυο μεσονύχτι' ασέλωτα γυρνάνε δίχα λόγο,
τ' αστέρια τα ραντίζουνε με τ' αμυδρό το φως τους,
βρωμιά, σαπίλα κι όνειδος ξερνάει ο λυγμός τους,
σαν όνειρα τυλίγουνε την πίκρα τους σε μπόγο.

Θυμάσαι που σ' αντίκρισα στη Σούτσου -ήταν Τρίτη-
περαστικοί σε λέγανε, ειρωνικά: "Παρθένα!",
η μάνα σου σε χτένιζε με ξεπεσμού τη χτένα˙
μικρό, μα ήτανε ζεστό τ' αμαρτωλό σου σπίτι.

Με σάρωσες, σαν πέρασα, εντός του κατωφλιού σου,
στο βλέμμα σου εντόπισα, στο βάθος του, συμπάθεια,
παρόλο που την κάλυψες -εν τάχει- με απάθεια˙
στο χέρι χρήμα έβαλα του μαστροπού γονιού σου.

Με πήρες στο δωμάτιο, που σίτευες τον οίστρο,
μια μυρουδιά αλλόκοτη μού χώθηκε στη μύτη,
σε λίγο γδύνεις το κορμί -φαντάζεις Αφροδίτη-
στα σκέλη σου ξεπρόβαλε το τρυφερό σου φύτρο.

Στα χείλια μου γαντζώθηκες, σαν βδέλλα τα ρουφούσες,
τα χέρια σου/μια μέγγενη μού σφίγγανε τη μέση,
το πρόσκαιρο πολέμαγες, φοβόσουν μη σ' αρέσει,
με πάθος την αγάπη μου, θαρρούσα διεκδικούσες.

Για λίγο, αν καρτέραγες, θα τέλευα μαζί σου!
Aλήθεια, είπες; Ψέματα; Kριτές: Ελλανοδίκες.
Του Graaf ωοθηλάκια μεθούνε σ' ωοθήκες,
καθώς πελάτες καρτερούν να μπουν στο μαγαζί σου.

Την κρεμεζιά τη λάμπα σου προσκύνησαν χιλιάδες,
δασκάλα σε φωνάζανε -το ύφος τους σεβάσμιο-
το σώμα σου στα μάτια τους διεγράφετο εράσμιο,
μα όλοι, που σε γεύθηκαν, μπαρκάραν με σπηλιάδες.

Προψές, μου είπαν, δήλωσες απ' τη ζωή απούσα,
το δάκρυ μου/συγγνώμη μου σ' αντάμωσε στο χώμα,
μια τύψη είχα στην καρδιά και κουβαλώ, ακόμα˙
μπορεί τα πάντα ν' άλλαζαν, αν -τότες- σ' αγαπούσα!

Κουμέττος Κ.
(29-7-2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου