Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Τα μεγαλύτερά μου αδέλφια είχαν, ήδη, προσφυγοποιηθεί. Κι απομείναμε στον Κορμακίτη μας... μονάχα, οι τρεις μας. Κάτι σαν Αγία Τριάδα: "Πατήρ, Υιος κι Άγιο Πνεύμα". Και δεν υπερβάλλω. Μαζί σας ένιωθα μικρός θεός.
Ο δρόμος της Πακούς γινόταν, συχνά. Είτε για να πάμε στο περιβόλι τού παππού, είτε για να πάμε στον Λιθράτη. Με τον πατέρα, πολλές φορές, ξεκινούσαμε για το περιβόλι, μα καταλήγαμε στον Λιθράτη. Λες κι είχε μαγνήτη αυτή η θάλασσα. Την ήξερε παδκιάν-παδκιάν. Έξω και μέσα. Δεν την αγάπαγε, μόνο, επιφανειακά. Ήξερε πού και πότε υπάρχει κάθε είδος ψαριού. Ήξερε όλα τα τοπωνύμια, ήξερε τον κάθε θάμνο, το κάθε δέντρο, την κάθε πέτρινη λακκούβα με αλάτι. Ήξερε... διότι όταν αγαπάς οφείλεις και να ξέρεις!
Η μητέρα μάς συνόδευε, συνήθως, για να πάμε στις ελιές, αλλά και για να δει τι στο διάολο κάναμε στο περιβόλι. Σπέρναμε κάτι; Δε μας εμπιστευόταν. Ήξερε καλά τον πατέρα μου. Ήξερε καλά την αχαλίνωτη αγάπη του για τη θάλασσα. Η θάλασσα: το αντίπαλο δέος. Η απόλυτή του ερωμένη. Έφαγε πολύ κέρατο η μάνα μου. Εγώ, συνωμοτούσα, μαζί του. Είχαμε τα μυστικά μας. Άντρες βλέπετε. Μα η μάνα μου... μας λάτρευε. Ήταν η ασφάλεια μας. Η φροντίδα, η ανυστερόβουλη μέριμνα. Η μάνα μου! Πόσο δάκρυ κύλησε από τα μάτια της. Μάνα, χωρίς τα πλείστα παιδιά της. Πώς να χαμογελάσει; Πώς να νιώθει πληρότητα, αφού πλήρης δεν ήταν. Κι όμως... εμένα, πάντα, μου χαμογελούσε. Όχι, δεν έβαζε μάσκα. Αληθινά, μου χαμογελούσε. Δε με μεγάλωσε με ψέματα. Μαζί, γελούσαμε. Μαζί, κλαίγαμε. Ήξερε καλά ο ένας τον άλλον. Δεν προσποιούμασταν. Δεν κρυβόμασταν πίσω από τα δάκτυλά μας. Εξάλλου έπρεπε να ωριμάσω, νωρίς. Στα δώδεκα θα έφευγα κι εγώ. Πρόσφυγας σε μια τσιμεντένια πόλη. Από εγκλωβισμένος... ελεύθερος. Ελεύθερος.... ας γελάσω. Θυμάμαι τα πρώτα μου χρόνια στην προσφυγιά. Πιο φυλακισμένος δεν ξανάνιωσα. Πιο δυστυχισμένος δεν ξαναήμουνα. Μετά συμβιβάστηκα, κάπως. Κι από τότε επιβιώνω... θλιμμένος. Στους άλλους χαμογελάω. Τι νόημα έχει να τους φορτώνω τη θλίψη μου. Ο καθένας μας... τον σταυρό του. Ο καθένας μας... τα προβλήματά του.
Κι ο χρόνος κυλά. Οι γονείς μου έζησαν τη ζωή τους, από το 1974, εγκλωβισμένοι. Εγκλωβισμένοι, για όλους τους άλλους. Ελεύθεροι, για μένα. Διότι, εγώ... ξέρω. Οι γονείς μου... έφυγαν... πέθαναν και τάφηκαν στον Κορμακίτη τους. Τι τυχεροί! Τι ζωή έζησαν! Πόσο υπέροχα πέθαναν! Και κυρίως... πόσο εύστοχα θάφτηκαν. Τους ζηλεύω.......
κουμΕττος κ
(22/9/17 - 06:29, λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου