Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

ΑΝΥΔΡΗ ΟΑΣΗ

Ποιας σκύλας γιος σε πλάνεψε... 
με έρωτα απάτης;
Oι δρόμοι πώς δε σ' έφεραν, 
διαμιάς, στην αγκαλιά μου;

Nα ήμουν στο κατάστημα...
ο πρώτος σου πελάτης,
καρδούλα μου, αγάπη μου,
λευκή γαρουφαλιά μου!

Μπαστάρδεψε το όνειρο,
προτού να τ' αντικρίσω,
μ' ασίγαστος ο πόθος μου,
για το δικό σου χνώτο,

το νέκταρ απ' το σώμα σου...
να ήταν να τρυγήσω,
καθώς τρυγάει της πληγής...
το αίμα το τσιρότο.

Το χθες μας απροσπέλαστο,
ο χρόνος δε γυρνάει,
τα λάθη μας επένδυση,
για να 'χουμε να λέμε.

Ρωτούνε: "Καίει η καρδιά...
στη θλίψη τσουρουφλάει;"
Aπάντησή μας; Στη σιωπή,
με δίχα δάκρυ, κλαίμε!

Ατέρμονα, οι θύμησες...
υφαίνουνε ελπίδες,
μ' ανήμπορο το μέλλον μας...
σκοτάδι να φωτίσει,

οι λέξεις, όλες, μοιάζουνε...
με ξουραφιών λεπίδες˙
το δέρμα θρέφει -σαν κοπεί-
να μη λιμοκτονήσει.

Δασκάλεψα τα χάδια μου...
αλάργα σου... ν' αντέχουν,
στερέψανε τα χείλια μου...
απ' τα υγρά φιλιά σου,

προς όαση τρεις Βέρβεροι...
με τις καμήλες τρέχουν,
αχ, ν' άκουγα πριν κοιμηθώ...
ηχώ απ' τη λαλιά σου.

Κουμέττος Κ.
(1/2/2012, Λευκωσία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου